21 Ιουν 2017

Γιατί η Ελλάδα παράγει πτυχιούχους χωρίς αντίκρισμα!

Γιατί η Ελλάδα παράγει πτυχιούχους χωρίς αντίκρισμα!



Περίπου το μισό των Ελλήνων πτυχιούχων Ανώτατης Εκπαίδευσης παρακολουθούν αντικείμενα σπουδών που δεν έχουν ζήτηση στην ελληνική αγορά εργασίας, διαπιστώνει μελέτη που εκπονήθηκε με τη συνεργασία της Ernst&Young, του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και της Endeavor Greece.

Η διαπίστωση επισημαίνει μία μόνον από τις στρεβλώσεις που διέπουν το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο έχει μικρή έως ανύπαρκτη διασύνδεση με τις επιχειρήσεις και την πραγματική ζήτηση στην αγορά εργασίας.




Σύμφωνα με τα ευρήματα, ακόμη και μέσα στη βαθιά κρίση αυξάνει ο αριθμός αποφοίτων από σχολές κοινωνικών επιστημών (π.χ. η θεολογική) ενώ υπολείπεται ο αριθμός πτυχιούχων για κλάδους αιχμής όπως η πληροφορική.

Συγκεκριμένα, σχεδόν δύο στους πέντε φοιτητές σήμερα φοιτούν σε τρεις βασικές γενικές κατευθύνσεις (ανθρωπιστικές επιστήμες, κοινωνικές επιστήμες & επιστήμες της συμπεριφοράς και επιστήμες εκπαίδευσης & κατάρτισης των διδασκόντων), οι οποίες, παρά την αδιαμφισβήτητη αξία τους, δεν είναι αυτές που κατεξοχήν χρειάζεται σήμερα η αγορά εργασίας.

Την ίδια ώρα, σε έναν τομέα αιχμής, όπως η πληροφορική, κατευθύνεται μόνο το 4% των φοιτητών, παρά την ιδιαίτερα υψηλή ζήτηση ειδικών στην Ελλάδα και την πρόβλεψη για 750.000 κενές θέσεις εργασίας στην Ευρώπη έως το 2020.

Την «παρτίδα» σώζουν τα μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών, ωστόσο, σύμφωνα με τον Γ. Δουκίδη, του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, υπάρχει σήμερα τεράστια ανάγκη reskilling (επιμόρφωσης και επανακπαίδευσης εργαζόμενων). Σύμφωνα με τους υπολογισμούς, η επένδυση προς αυτή την κατεύθυνση θα άγγιζε τα 200 εκατ. ευρώ, ωστόσο η απόδοσή της θα μπορούσε να δημιουργήσει 80.000 θέσεις εργασίας για τους επιμορφωμένους εργαζόμενους.

Πέρα από τις αδυναμίες της εκπαίδευσης ωστόσο η έρευνα κατέδειξε και την «απροθυμία» των ελληνικών επιχειρήσεων να υποστηρίξουν προγράμματα μετεκπαίδευσης και να επιδοτήσουν σεμινάρια εργαζομένων τους.

Παράλληλα, αδυνατούν να «κρατήσουν» υψηλά εκπαιδευμένους πτυχιούχους, αλλά και να προσφέρουν θέσεις σε ασκούμενους, παρά το γεγονός του ότι αναζητούν εργαζόμενους με «εμπειρία». Ταυτόχρονα διαπιστώνουν έλλειμμα softskills (δηλαδή των εμπειρικών και μεθοδολογικών εκείνων δεξιοτήτων που καθιστούν έναν επιστήμονα ή εξειδικευμένο, επαγγελματία)!

Επιπλέον, η μελέτη καταδεικνύει τη χαμηλή προσαρμογή των επιχειρήσεων στο νέο περιβάλλον και την αδυναμία τους να στραφούν οι ίδιες σε ένα αναπτυξιακό μοντέλο, που και την απασχόληση θα αυξήσει και το ανθρώπινο δυναμικό θα αναβαθμίσει, όπως τόνισε ο διευθυντής της Endeavor Χάρης Μακρυνιώτης.



 Συγκεκριμένα, η μελέτη κατέγραψε τα στοιχεία επιχειρήσεων για την έναρξη και διακοπή λειτουργίας κατά την περίοδο της κρίσης, διαπιστώνοντας ότι, με εξαίρεση τον τουρισμό, η επιχειρηματικότητα δεν έχει ακόμη στραφεί στους κλάδους εκείνους που παρουσιάζουν πραγματικές ευκαιρίες ανάπτυξης και εξωστρέφειας.

Κρίσιμοι κλάδοι, όπως η παραγωγή τροφίμων, η ενέργεια και η έρευνα, παρουσιάζουν σημαντική μείωση μεταξύ 2012 και 2016 και έντονα αρνητικό ισοζύγιο το 2016. Αντίθετα, πρώτη επιλογή των νέων επιχειρηματιών παραμένει ο κατεξοχήν εσωστρεφής κλάδος της εστίασης.

Οι τάσεις αυτές επιβεβαιώνονται και από τα στοιχεία της απασχόλησης κατά την περίοδο της κρίσης. Η μελέτη καταγράφει τους κλάδους που υπέστησαν τις μεγαλύτερες απώλειες θέσεων εργασίας, εκείνους που ανθίστανται στην κρίση και εκείνους που, παρά τη γενική καθίζηση, εξακολουθούν να αναπτύσσονται.

Ο κλάδος των κατασκευών, στον οποίο είχε σε μεγάλο βαθμό στηριχτεί η ανάπτυξη κατά την προηγούμενη δεκαετία, υπέστη το βαρύτερο πλήγμα, χάνοντας το 63,7% των θέσεων εργασίας, ή πάνω από 255.000 εργαζόμενους.

Η μεταποίηση ήταν ο δεύτερος σε απώλειες βασικός κλάδος της οικονομίας, έχοντας χάσει πάνω από μία στις τρεις θέσεις εργασίας, ή περισσότερα από 192.000 άτομα. Την ίδια ώρα, το χονδρικό και λιανικό εμπόριο, παρότι παραμένει ο μεγαλύτερος εργοδότης, συρρικνώθηκε κατά 20,8%, χάνοντας περισσότερες από 175.000 θέσεις εργασίας.

Μόλις πέντε κλάδοι κατέγραψαν αύξηση της απασχόλησης, οι διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητες (22,5%), η εστίαση (10,1%), ο τουρισμός (10%) και η ναυτιλία (7,5%), χωρίς, ωστόσο, να καταφέρνουν να αντισταθμίσουν την καθίζηση της υπόλοιπης οικονομίας. Το υψηλότερο ποσοστό αύξησης (22,7%) σημείωσε ο μικρότερος σε απόλυτα μεγέθη κλάδος της ελληνικής οικονομίας, η πληροφορική, δημιουργώντας σχεδόν 5.000 νέες θέσεις εργασίας.

Απ’ όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι υπάρχει ανάγκη ευθυγράμμισης μεταξύ της επιχειρηματικότητας, του εκπαιδευτικού συστήματος και των αναπτυξιακών προοπτικών της χώρας. Σύμφωνα με τους συντονιστές της έρευνας, για να συμβεί αυτό απαιτείται ριζικός επανασχεδιασμός των προγραμμάτων σπουδών και της κατανομής των φοιτητών, αποτελεσματικά προγράμματα επανειδίκευσης και μια σειρά από κοινές δράσεις επιχειρήσεων, πανεπιστημίων και πολιτείας.

Στη μελέτη, καταγράφονται 30 βέλτιστες πρακτικές που ήδη υλοποιούνται, αποδεικνύοντας ότι και στην Ελλάδα μπορούμε να συνδέσουμε το εκπαιδευτικό σύστημα με το επιχειρείν, με στόχο τις αναπτυξιακές προοπτικές. Οι βέλτιστες αυτές πρακτικές μπορούν να αξιοποιηθούν ως οδηγός για να επεκταθούν συστηματικά στο ευρύτερο φάσμα της εκπαίδευσης και του επιχειρείν.



Με βάση όλα τα παραπάνω, η μελέτη καταλήγει σε μια δέσμη προτάσεων για την ευθυγράμμιση των γνώσεων και δεξιοτήτων των εργαζόμενων με τις ανάγκες της αγοράς. Οι βασικές προτάσεις, οι οποίες απευθύνονται στην πολιτεία, στα πανεπιστημιακά ιδρύματα και στην επιχειρηματική κοινότητα, είναι οι ακόλουθες:

* Ριζική επανειδίκευση σε ειδικότητες με υψηλά ποσοστά ανεργίας, αλλά και καθιέρωση παρόμοιων προγραμμάτων για στελέχη εταιρειών.

* Διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής για τη σύνδεση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με την απασχόληση.

* Επανασχεδιασμός πανεπιστημιακών προγραμμάτων σπουδών, με έμφαση στην αγορά εργασίας.

* Οργάνωση μεταπτυχιακών προγραμμάτων, με έμφαση σε νέες ή/και υβριδικές ειδικότητες.

* Ενίσχυση των μαθημάτων επαγγελματικού προσανατολισμού στη μέση εκπαίδευση.

* Αναβάθμιση και καθιέρωση ως υποχρεωτικής της πρακτικής άσκησης για φοιτητές σε επιχειρήσεις, τόσο της Ελλάδας όσο και του εξωτερικού, και κοινωνικούς φορείς/οργανισμούς.

* Καθιέρωση εθνικού προγράμματος Erasmus.

* Παροχή κινήτρων επαναπατρισμού επιτυχημένων επαγγελματιών από το εξωτερικό.

* Οργάνωση πανεπιστημιακών καλοκαιρινών σχολείων για μαθητές Λυκείου.

* Λειτουργία στην Ελλάδα διεθνών κέντρων εκπαίδευσης σε τομείς στρατηγικής σημασίας (π.χ. τουρισμός, ναυτιλία, αγροτική παραγωγή).

Τέλος, στη μελέτη καταγράφονται 30 βέλτιστες πρακτικές που ήδη υλοποιούνται, αποδεικνύοντας ότι και στην Ελλάδα γίνονται έστω μεμονωμένες προσπάθειες σύνδεσης του εκπαιδευτικού συστήματος με το επιχειρείν.

Πέννυ Κούτρα