Μετά από μια ταραγμένη εβδομάδα για τις μετοχές, αυτά είναι τα κύρια θέματα για τις αγορές.
Μπαίνουμε σε μια νέα εποχή για τους επενδυτές;.
Η ευφορία έχει τα όριά της. Στις αρχές του 2018 υπήρχε ανησυχία μεταξύ ορισμένων επενδυτών ότι η υποχώρηση των κεντρικών τραπεζών από τις πολιτικές «εύκολου χρήματος» εντέλει θα σταματήσουν μια μακρά περίοδο υποτονικής μεταβλητότητας και ένα χρυσό ράλι για τις τιμές ενεργητικού που έφερε τις αποτιμήσεις να δείχνουν πολύ «τεντωμένες».
Μετά την πτώση των μετοχών την προηγούμενη εβδομάδα, η πρώτη σημαντική υποχώρηση για τις μετοχές από τις αρχές του 2016, μια συζήτηση ξεκίνησε. Υπάρχει ένα στρατόπεδο που πιστεύει ότι η πτώση αντιπροσωπεύει μια διόρθωση στην οποία η στρατηγική «αγόρασε στα χαμηλά» θα δείχνει έξυπνη σε μερικούς μήνες. Υπάρχει ένα άλλο, μικρότερο στρατόπεδο, που πιστεύει ότι οι αγορές μετοχών είναι στην αρχή μιας πτώσης.
Για όσους είναι απτόητοι, η ισχυρότερη παγκόσμια ανάπτυξη σημαίνει ότι η σημερινή αδυναμία σε κάποιο σημείο θα αποτελέσει αγοραστική ευκαιρία. Η αύξηση των επιτοκίων και σημάδια περισσότερης πληθωριστικής πίεσης, λέει το επιχείρημα, είναι ευπρόσδεκτες εξελίξεις που πάνε χέρι χέρι με αυξημένα εταιρικά κέρδη και έσοδα για τα blue chips.
«Με τον καιρό, η αύξηση των κερδών θα κρατήσει τις μετοχές σε ανοδική, αν και ανισομερή, τροχιά», σημειώνει ο Dave Lafferty, επικεφαλής στρατηγικής αγορών στη Natixis Investment Managers. «Δεν πιστεύουμε ότι οι επενδυτές πρέπει να αναμένουν διαφυγόντα κέρδη, καθώς σταδιακά τα αυξανόμενα ποσοστά θα κρατήσουν τους δείκτες p/e υπό έλεγχο».
Κι όμως ακόμα και αυτοί που πιστεύουν ότι αυτή είναι ευκαιρία αγοράς αναγνωρίζουν ότι η ζημιά στο επενδυτικό κλίμα από το sell-off της προηγούμενης εβδομάδας, που πίεσε τον S&P 500 πάνω από 10% χαμηλότερα έναντι της κορυφής του Ιανουαρίου, θα πάρει χρόνο για να καλυφθεί. Η διαδικασία απόσυρσης από τα χαμηλά είναι μακρά. Στις αρχές του 2016, για παράδειγμα, ο S&P 500 έθεσε χαμηλό στις 1.812 μονάδες τον Ιανουάριο και μετά ανέβηκε στις 1.950, υποχώρησε ξανά στις 1.810 τον Φεβρουάριο, για να συνεχίσει μετά την άνοδο για τα καλά.
Μια κρίσιμη διαφορά μεταξύ των αρχών του 2016 και του σήμερα είναι η στάση των κεντρικών τραπεζών. Σε αντίθεση με δύο χρόνια πριν, οι κεντρικές τράπεζες εξέρχονται από την εποχή του εύκολου χρήματος. Η εξαιρετικά χαμηλή μεταβλητότητα, που είδαμε στις αγορές μέχρι και πριν από την προηγούμενη εβδομάδα, ενθάρρυνε την αγορά ενεργητικού χωρίς διακρίσεις, με λιγότερη προσοχή να δίνεται στη μεταβλητή του ρίσκου στην εξίσωση της απόδοσης.
Η διαφορετική στάση των κεντρικών τραπεζών θέτει το ερώτημα του πόσο πρέπει να ανέβουν οι αποδόσεις των ομολόγων, ώστε να χτυπήσουν την ευρύτερη οικονομία και να προσθέσουν περισσότερη πίεση στις μετοχές. Ο Dhaval Joshi, επικεφαλής ευρωπαϊκής στρατηγικής στην BCA Research, αναγνωρίζει ότι οι αποδόσεις δεν χρειάζεται να ανέβουν πολύ περισσότερο.
«Η άνοδος των αποδόσεων των ομολόγων, που ξεκίνησε το περασμένο καλοκαίρι, απειλεί να επηρεάσει τη δραστηριότητα μέσα από δύο διαφορετικά κανάλια», σημειώνει. Το πρώτο αφορά αυτό που ονομάζει «κανάλι χρηματαγοράς» και εμφανίζεται «μέσω ενός πισωγυρίσματος στις αξίες των παγκόσμιων αγορών ενεργητικού». Το δεύτερο είναι το κανάλι «τραπεζικής πίστωσης», όπου αλλαγές στις αποδόσεις ομολόγων «ξεκάθαρα και αξιόπιστα προηγείται αλλαγών στις ροές πίστωσης, στην πιστωτική ώθηση κατά έξι μήνες».
Συμπεραίνει: «Μια παγκόσμια ‘μίνι πτώση’ το πρώτο εξάμηνο του 2018 είναι βέβαια. Οσο υψηλότερα ανέβουν οι αποδόσεις ομολόγων από τα σημερινά επίπεδα, τόσο πιο έντονη θα είναι αυτή η ‘μίνι πτώση’».
Πόσο σημαντικά είναι τα στοιχεία για τον πληθωρισμό των ΗΠΑ αυτή την εβδομάδα;
Δεν δίνεται βραβείο σε όποιον προβλέψει ποιο στοιχείο από τις ΗΠΑ θα παρακολουθεί ευρύτερα την ερχόμενη εβδομάδα. Ο πληθωρισμός Ιανουαρίου θα δημοσιοποιηθεί την ημέρα των ερωτευμένων (σ.σ. 14 Φεβρουαρίου), με τους επενδυτές να αναζητούν αποδείξεις για αύξηση μετά την έκθεση για την απασχόληση του ίδιου μήνα, που αποκάλυψε την ισχυρότερη ετήσια αύξηση μισθού από το 2009.
Η μέση εκτίμηση των οικονομολόγων είναι ότι ο ετήσιος ρυθμός του πληθωρισμού, εξαιρουμένης της ενέργειας και των τροφίμων, υποχώρησε στο 1,7% τον περασμένο μήνα από 1,8% τον Δεκέμβριο. Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι παρά τους φόβους των επενδυτών, είναι πολύ αδύναμη η ιστορική συσχέτιση μεταξύ των αυξήσεων στους μισθούς και του δείκτη τιμών καταναλωτή.
Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι οι πληθωριστικές προσδοκίες, όπως μετρούνται από την αγορά ομολόγων, αυξάνουν. Ενας δείκτης για τους επενδυτές είναι οι προσδοκίες πενταετίας για τον πληθωρισμό. Το λεγόμενο πενταετές προσδοκόμενο επιτόκιο «break-even» (five-year/five-year forward break-even) προσφέρει μια καθαρότερη μακροπρόθεσμη εικόνα για τις προσδοκίες της αγοράς για τον πληθωρισμό, καθώς εξαιρεί βραχυπρόθεσμους πληθωριστικούς «θορύβους» από τις υψηλότερες τιμές εμπορευμάτων.
Ο δείκτης 5yr/5yr της Fed για τις πληθωριστικές προσδοκίες έχει αυξηθεί αισθητά τον Δεκέμβριο και επέστρεψε σε επίπεδο που τελευταία φορά είδαμε στα τέλη του 2014. «Ο χαμηλός πληθωρισμός τελείωσε, ο φυσιολογικός πληθωρισμός επέστρεψε. Αυτή είναι μια παλιά κανονικότητα, αλλά οι αγορές χρειάζεται να τη συνηθίσουν εκ νέου», λένε οι στρατηγικοί αναλυτές ισοτιμιών της Bank of America Merrill Lynch.
Τι μπορεί να επιδεινώσει την αναταραχή στην αγορά;
Η σύντομη απάντηση είναι η πίστωση. Οι εταιρείες εκμεταλλεύτηκαν τα χαμηλά κόστη δανεισμού και συσσώρευσαν χρέος την περίοδο της ποσοτικής χαλάρωσης.
«Απαιτείται μια σημαντική διεύρυνση των spread δανεισμού και υποχώρηση των πρόδρομων δεικτών για να κηρύξουμε λήξη αυτής και οποιασδήποτε bull market», σημειώνει ο Luca Paolini της Pictet Asset Management.
«Εχουμε γίνει πιο προσεκτικοί στην πίστωση. Είναι πολύ ακριβή, ευάλωτη σε συνθήκες νομισματικής σύσφιξης και, ιστορικά, η πρώτη που έρχεται υπό πίεση καθώς οι χρηματαγορές κινούνται στα τελευταία στάδια του κύκλου».
Εως τώρα η επανατιμολόγηση του επικίνδυνου ενεργητικού έχει πιέσει τις αποδόσεις των αμερικανικών τίτλων της κατηγορίας «junk», όπως μετρούνται από τον δείκτη Bloomberg Barclays στο 6,2%, από το χαμηλό του 5,5% του περασμένου μήνα. Είναι η υψηλότερη απόδοση από τα τέλη του 2016.
«Εως τώρα δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις που υποδεικνύουν ότι αυτό το σοκ έχει το απαραίτητο μομέντουμ να προκαλέσει μακροπρόθεσμη σύσφιξη των χρηματοοικονομικών συνθηκών, οδηγώντας σε σφιχτότερη διαθεσιμότητα πίστωσης και μεταγενέστερη αύξηση πιστωτικών απωλειών, αλλά το παρακολουθούμε πολύ στενά», γράφουν αναλυτές της Bank of America Merrill Lynch.
Copyright The Financial Times Limited 2017. All rights reserved.