Η Ελλάδα δεν θα χρειαστεί ελάφρυνση χρέους από τις χώρες της ευρωζώνης, εάν διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 3% για 20 χρόνια, αναφέρει εμπιστευτικό έγγραφο του ESM.
Η μελέτη, που βρίσκεται στα χέρια του Reuters, προετοιμάστηκε για τους υπουργούς Οικονομικών της ευρωζώνης και το ΔΝΤ την προηγούμενη Δευτέρα, στο Eurogroup που ολοκληρώθηκε χωρίς συμφωνία λόγω των αποκλίσεων μεταξύ ευρωζώνης και Ταμείου, στις υποθέσεις για τη μελλοντική ανάπτυξη και τα πλεονάσματα στην Ελλάδα.
Ένας όμιλος χωρών της ευρωζώνης, υπό τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, επιμένουν ότι το εάν η Ελλάδα χρειάζεται ελάφρυνση χρέους, μπορεί να αποφασιστεί μόνο με τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος, στα μέσα του 2018. Το ΔΝΤ αναφέρει ότι είναι ξεκάθαρη από τώρα η ανάγκη.
Με βάση το πρώτο σενάριο, η μελέτη του ESM υποθέτει ότι δεν θα χρειαστεί ελάφρυνση χρέους, εάν η Αθήνα διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα τουλάχιστον 3,5% ως το 2032 και πάνω από το 3% ως το 2038.
Η ΕΚΤ αναφέρει ότι τέτοιες μεγάλες περίοδοι υψηλών πλεονασμάτων δεν είναι πρωτοφανείς: Η Φινλανδία, για παράδειγμα, είχε πρωτογενές πλεόνασμα 5,7% επί 11 χρόνια την περίοδο 1998-2008 και η Δανία 5,3% για 26 χρόνια, από το 1983 ως το 2008.
Μια δεύτερη επιλογή στο σενάριο Α υποθέτει ότι η Ελλάδα διασφαλίζει την ανώτατη δυνατή ελάφρυνση χρέους με βάση τη συμφωνία του Μαΐου του 2016.
Η Ελλάδα θα έπρεπε σε αυτή την περίπτωση να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% ως το 2022, αλλά μετά θα μπορούσε να το μειώσει περίπου στο 2% ως τα μέσα της δεκαετίας του 2030 και στο 1,5% ως το 2048, με μέσο πλεόνασμα της περιόδου 2023-2060 στο 2,2%.
Η επέκταση των ωριμάνσεων
Το έγγραφο αναφέρει ότι η ανώτατη δυνατή ελάφρυνση χρέους που εξετάζεται είναι μια επέκταση της μέσης σταθμισμένης ωρίμανσης των δανείων κατά 17,5 χρόνια από τα τρέχοντα 32,5 χρόνια, με τα τελευταία δάνεια να λήγουν το 2080.
Επίσης, ο ESM θα περιόριζε τις αποπληρωμές δανείων από την Ελλάδα στο 0,4% του ΑΕΠ ως το 2050, θέτοντας «ταβάνι» στο επιτόκιο των δανείων στο 1% ως το 2050.
Παράλληλα, ο ESM θα αγόραζε το 2019 τα 13 δισ. ευρώ που οφείλει η Ελλάδα στο ΔΝΤ, καθώς αυτά τα δάνεια είναι πολύ ακριβότερα από αυτά της ευρωζώνης.
Οι ανωτέρω παρεμβάσεις θα περιόριζαν τις ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης της Ελλάδας στο 13% ως το 2060, και θα μείωνε τον λόγο χρέους/ΑΕΠ στο 65,4% το 2060 από περίπου 180% στην παρούσα φάση.
Το σενάριο Α υποθέτει ότι η Ελλάδα θα εμφανίζει μέση ετήσια ανάπτυξη 1,3% στην περίοδο που επιχειρείται η πρόβλεψη.
Το ΔΝΤ θεωρεί ότι τέτοιες υποθέσεις ανάπτυξης και πρωτογενών πλεονασμάτων δεν είναι ρεαλιστικές στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου οι θεσμοί παραμένουν αδύναμοι και η παραγωγικότητα είναι χαμηλή.
Το σενάριο Β
To δεύτερο σενάριο βασίζεται στις προβλέψεις του ΔΝΤ για μια μέση ανάπτυξη 1% και μια επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα 1,5% από το 2023, μετά από πέντε χρόνια με πλεονάσματα 3,5%. Το σενάριο αυτό προβλέπει ότι το ελληνικό χρέος θα αυξάνεται από το 2022 και έπειτα, αγγίζοντας το 226% το 2060.
Οι ελληνικές τράπεζες θα έπρεπε να ανακεφαλαιοποιηθούν και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας θα ανέρχονταν στα τέλη της δεκαετίας του 2020 πάνω από το «ταβάνι» του 15% του ΑΕΠ που έχουν υποσχεθεί οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης, ξεπερνώντας το 50% το 2060.
Για να καταστεί το ελληνικό χρέος βιώσιμο, με βάση τις εκτιμήσεις αυτές, η ευρωζώνη θα έπρεπε να προχωρήσει σε μια βαθύτερη ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, από αυτήν που πρόσφερε το 2016, κάτι που δεν δέχεται το Eurogroup.
Toν Μάιο του 2016, η ευρωζώνη υποσχέθηκε να επεκτείνει τις ωριμάνσεις και την περίοδο χάριτος στα ελληνικά δάνεια, ώστε οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας να μείνουν κάτω από το 15% του ΑΕΠ μετά το 2018 μεσοπρόθεσμα και κάτω από το 20% από εκεί και έπειτα.
Δεσμεύτηκε επίσης ότι θα εξέταζε μια αντικατάσταση των πιο ακριβών δανείων του ΔΝΤ προς την Ελλάδα με φθηνότερη ευρωπαϊκή πίστωση και θα επέστρεφε τα κέρδη που αποκόμισαν οι κεντρικές τράπεζες από τα ελληνικά ομόλογα.
Αλλά όλα αυτά θα μπορούσαν να συμβούν μόνο αν η Ελλάδα εφάρμοζε τις μεταρρυθμίσεις ως τα μέσα του 2018 και μόνο αν η ανάλυση χρέους έδειχνε πως είναι αναγκαία μια ελάφρυνση για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα.
Ένα τρίτο σενάριο, είναι αυτό ενός συμβιβασμού ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο, προβλέποντας έναν ρυθμό ανάπτυξης 1,25%, ένα πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% ως το 2022, το οποίο θα υποχωρήσει στη συνέχεια στο 1,8% αντί για 2,2% την περίοδο 2023-2060.
Στο σενάριο αυτό, το ελληνικό χρέος θα γινόταν βιώσιμο με μια επιμήκυνση των μέσων ωριμάνσεων των ευρωπαϊκών δανείων κατά 15 έτη, με τα τελευταία να λήγουν το 2018, με ταυτόχρονο «κλείδωμα» του επιτοκίου στο 1% ως το 2050 και ένα «ταβάνι» απόσβεσης στο 0,4% του ελληνικού ΑΕΠ.