Της Ελευθερίας Κούρταλη
Οι ραγδαίες εξελίξεις των τελευταίων ημερών που έφεραν στο μυαλό μνήμες της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης έχουν αλλάξει τα δεδομένα για τις αγορές, τους επενδυτές και τη νομισματική πολιτική. Η ΕΚΤ είναι η πρώτη κεντρική τράπεζα που συνεδριάζει έπειτα από την αμερικανική και την ελβετική τραπεζική καταιγίδα, οπότε βρίσκεται στο επίκεντρο.
Σύμφωνα με τις Goldman Sachs, Société Générale και Allianz, το πιθανότερο είναι να προχωρήσει στην αύξηση των επιτοκίων που έχει ήδη ανακοινώσει, ενισχύοντας ωστόσο τη ρητορική της για το ότι είναι έτοιμη να στηρίξει την αγορά και έχει ήδη τα μέσα για να το κάνει. Επιπλέον, αν κι έχει προσφέρει ήδη αρκετές διευκολύνσεις ρευστότητας, θα μπορούσε να παράσχει πρόσθετα μέτρα για τον μετριασμό των ανησυχιών γύρω από το τραπεζικό σύστημα, όπως η χαλάρωση των απαιτήσεων για τα collaterals και η παροχή πρόσθετης χρηματοδότηση TLTRO.
Goldman Sachs: Η εναλλακτική στην αύξηση των 50 μ.β είναι η παύση
Αν και η πρόσφατη αστάθεια της αγοράς έχει αυξήσει σημαντικά την αβεβαιότητα σχετικά με την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, η Goldman Sachs εξακολουθεί να πιστεύει ότι η αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ κατά 50 μονάδες βάσης είναι το πιο πιθανό αποτέλεσμα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το τραπεζικό σύστημα της ζώνης του ευρώ δείχνει ανθεκτικό σε μια σειρά μετρήσεων, οι υποκείμενες πληθωριστικές πιέσεις παραμένουν πολύ πάνω από τον στόχο της ΕΚΤ και οι πρόσφατες δηλώσεις αξιωματούχων αποκάλυψαν ευρεία συμφωνία για περαιτέρω σύσφιξη σε όλο το Διοικητικό Συμβούλιο.
Εάν, ωστόσο, οι ανησυχίες για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα πείσουν το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ να αποκλίνει από την προβλεπόμενη αύξηση των 50 μ.β, η Goldman πιστεύει ότι μια παύση είναι πιο πιθανή από μια αύξηση 25 μ.β. "Κατά την άποψή μας, μια παύση (σε συνδυασμό με ένα μήνυμα ότι η οικονομία πιθανότατα χρειάζεται ακόμη υψηλότερα επιτόκια και ότι το Συμβούλιο θα επανεκτιμήσει την κατάσταση μόλις υποχωρήσει η αστάθεια των χρηματοπιστωτικών αγορών) θα ήταν ευκολότερο να επικοινωνηθεί παρά μια υποχώρηση στις 25 μονάδες βάσης", όπως τονίζει.
Δεδομένων των νέων αβεβαιοτήτων, το Διοικητικό Συμβούλιο είναι πιθανό να αντικαταστήσει τη ρητή μελλοντική καθοδήγηση με έμφαση στην εξάρτηση από τα δεδομένα. Συγκεκριμένα, αναμένεται από τους αξιωματούχους της ΕΚΤ να δηλώσουν ότι (1) ο ισχυρός υποκείμενος πληθωρισμός πιθανότατα απαιτεί ακόμη υψηλότερα επιτόκια, (2) παρακολουθούν στενά τις χρηματοπιστωτικές αγορές και (3) είναι έτοιμοι να λάβουν μέτρα για να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Ενώ η ΕΚΤ προσφέρει ήδη αρκετές διευκολύνσεις ρευστότητας, θα μπορούσε να παράσχει πρόσθετα μέτρα για τον μετριασμό των ανησυχιών γύρω από το τραπεζικό σύστημα, εκτιμά η G.S. Ειδικότερα, θα μπορούσε να χαλαρώσει προσωρινά τις απαιτήσεις του στα collaterals, να παράσχει πρόσθετη χρηματοδότηση TLTRO ή να ανακοινώσει μια νέα διευκόλυνση μεταξύ των υφιστάμενων LTRO και TLTRO.
Allianz Research: Η EKT δεν θα κάνει πίσω – επικέντρωση σε collaterals/ TLTROs
Και κατά την Allianz Research, η EKT δεν θα κάνει πίσω. Αναμένει νέα αύξηση 50 μ.β. των επιτοκίων σήμερα (ακολουθούμενη από μικρότερες αυξήσεις τον Μάιο και τον Ιούνιο με τελικό επιτόκιο το 3,5%). Ωστόσο, οι αποφάσεις για τα επιτόκια τον Μάιο και μετά θα εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τα δεδομένα. Η πρόβλεψή της βασίζεται στα απογοητευτικά στοιχεία για τον πληθωρισμό τον Φεβρουάριο και στην αποφασιστικότητα της ΕΚΤ να επαναφέρει τον πληθωρισμό στον στόχο του 2%.
Τα ζητήματα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας είναι λιγότερο δεσμευτικά για την απόφαση της ΕΚΤ για τα επιτόκια πολιτικής, εκτιμά η Allianz. Η ΕΚΤ θα διατηρήσει την επίγνωση πιθανών πιέσεων στις αγορές για τις επόμενες κινήσεις στα επιτόκια. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν πιο ισχυρή ρευστότητα από τις τράπεζες των ΗΠΑ, έχουν χαμηλότερες αποτιμήσεις αλλά λιγότερες αναντιστοιχίες στοιχείων ενεργητικού-παθητικού και διατηρούν ρευστότητα στην κεντρική τράπεζα άνω των 3 τρισεκατομμυρίων ευρώ ("πλεονάζουσα ρευστότητα"), με το υψηλό μερίδιο μη βεβαρημένων περιουσιακών στοιχείων να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την πρόσβαση σε κεφάλαια της κεντρικής τράπεζας εάν προέκυπταν πιέσεις χρηματοδότησης.
Σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, η ΕΚΤ θα δυσκολευόταν να προσφέρει διορθωτικά μέτρα παρόμοια με την παρέμβαση των ΗΠΑ, εάν προκύψουν ανησυχίες για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα εντός της νομισματικής ένωσης και μεγαλύτερη ανησυχία για τον ηθικό κίνδυνο, σημειώνει η Allianz.
Για παράδειγμα, θα ήταν πολύ δύσκολο για την ΕΚΤ να αποδεχθεί εξασφαλίσεις στην ονομαστική αξία (όπως έγινε στις ΗΠΑ) ώστε οι τράπεζες να έχουν πρόσβαση σε χρήματα της κεντρικής τράπεζας. Ο μετριασμός του κινδύνου στο πλαίσιο των collaterals απαιτεί η αποτίμηση του collateral να είναι στην αξία της αγοράς, στην οποία θα εφαρμόζονται πρόσθετα haircuts που σχετίζονται με τον κίνδυνο του περιουσιακού στοιχείου.
Ωστόσο, η ΕΚΤ θα μπορούσε να μειώσει τα haircuts ή/και να διευρύνει τη δεξαμενή αποδεκτών collaterals, συμπεριλαμβανομένης μεγαλύτερης ευελιξίας στην αποδοχή πιστωτικών απαιτήσεων (τα οποία αποτελούσαν το 41% της αύξησης των collaterals που χρησιμοποιήθηκαν στην ΕΚΤ το 2020 και το 2021). Ένα τέτοιο μέτρο θα ήταν πιο αποτελεσματικό σε συνδυασμό με νέες πράξεις μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (LTROs) διάρκειας τουλάχιστον 6 μηνών για να παρέχει μια πιο σταθερή πηγή χρηματοδότησης για τις τράπεζες. Αυτό θα μπορούσε επίσης να περιλαμβάνει την εξομάλυνση ορισμένων από τις αλλαγές στους όρους δανεισμού TLTRO για την καθυστέρηση των πρόωρων αποπληρωμών.
SocGen: Συνέχιση της επιθετικής πολιτικής της ΕΚΤ
Οι εξελίξεις στη χρηματοπιστωτική αγορά τις τελευταίες ημέρες έθεσαν το ερώτημα εάν η ΕΚΤ μπορεί να προχωρήσει στη σχεδιαζόμενη σύσφιξή της, σημειώνει η Société Generale. Έπειτα από την κατάρρευση της τράπεζας της Silicon Valley το Σαββατοκύριακο, η Credit Suisse βρέθηκε ξαφνικά στο προσκήνιο, αναμφισβήτητα μια πολύ μεγαλύτερη πρόκληση για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και, κυρίως, μια πρόκληση που προέρχεται από την Ευρώπη.
Δεδομένου του μεγέθους των κινήσεων της αγοράς, δεν θα ήταν εντελώς περίεργο να είχαμε δει την ΕΚΤ να δημοσιεύει μια δήλωση χθες το βράδυ, σηματοδοτώντας πιθανώς μια παύση ή καθυστέρηση για περαιτέρω σύσφιξη, ενώ η εστίαση μετατοπίζεται στη στήριξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Οι ενέργειες της Τράπεζας της Αγγλίας το περασμένο φθινόπωρο θα μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιηθεί ως παράδειγμα.
Η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας εξέδωσε μια δήλωση ότι θα στηρίξει με ρευστότητα την Credit Suisse. Με αυτό, η ΕΚΤ θα αξιολογήσει εάν αρκεί για τη σταθεροποίηση των αγορών. Περαιτέρω σύσφιξη από την ΕΚΤ είναι επομένως πιθανότατα ακόμα στο τραπέζι.
Η αναταραχή αυτής της εβδομάδας στις χρηματοπιστωτικές αγορές μοιάζει πολύ με μια έκφραση των "γνωστών αγνώστων", καθώς ο νομισματικός κύκλος σφίγγει μετά από μια μακρά περίοδο χαλαρών συνθηκών χρηματοδότησης. Προς το παρόν, είναι σημαντικό πως δεν είχε παρατηρηθεί κατακερματισμός στη ζώνη του ευρώ, με τις αποδόσεις των ομολόγων αντίθετα να παρουσιάζουν καθοδική τάση, καθώς οι αγορές μετοχών υποχωρούν. Για την ΕΚΤ, η παραμονή σε εγρήγορση για αυτούς τους κινδύνους θα είναι κρίσιμη και θα υπενθυμίσει στις αγορές ότι διαθέτει εργαλεία για να παρέμβει εάν χρειαστεί (ευελιξία επανεπενδύσεων PEPP, TPI).
Ενώ η ΕΚΤ θα πρέπει να είναι προσεκτική με τις ενέργειές της και να επικοινωνεί με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διαφάνεια, η Société εκτιμά πως είναι απαραίτητο να παραμείνει στην πορεία της και να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του πληθωρισμού που απέχει ακόμη πολύ από το να λυθεί. Αυτό συνηγορεί υπέρ της επίτευξης της καλά σηματοδοτημένης αύξησης επιτοκίων σήμερα, με όλες τις επιλογές ανοιχτές στο μέλλον. Αυτό θα οδηγήσει το επιτόκιο καταθέσεων σε ένα σχετικά χαμηλό επίπεδο 2,75% ή 3%. Επομένως, τα πραγματικά επιτόκια παραμένουν χαμηλά στη ζώνη του ευρώ και, αν μη τι άλλο, ο κίνδυνος είναι ότι η καθυστέρηση της σύσφιξης λόγω ανησυχιών για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα θα μπορούσε να έχει αρνητικό αντίκτυπο στις προσδοκίες για τον πληθωρισμό, κάτι που με τη σειρά του θα μπορούσε να καταστήσει αναγκαία τη σύσφιξη σε μεταγενέστερο στάδιο, καταλήγει η SocGen.
FacebookTwitterLinkedIn