25 Μαρ 2023

Κανείς δεν θέλει να δανειστεί τόσο ακριβά – Κίνδυνος για την ανάπτυξη | Moneyreview.gr

Κανείς δεν θέλει να δανειστεί τόσο ακριβά – Κίνδυνος για την ανάπτυξη | Moneyreview.gr

Τις επιπτώσεις της ανόδου των επιτοκίων, αλλά και της αυξημένης αβεβαιότητας που δημιουργούν η χρηματοοικονομική αναταραχή και το εγχώριο πολιτικό σκηνικό, μετρούν επιχειρήσεις και νοικοκυριά, που κρατούν άμυνα στη ζήτηση για δάνεια παρά την υψηλή ρευστότητα που υπάρχει στην οικονομία μέσω των τραπεζών. Η άνοδος στο κόστος χρήματος φρενάρει τις πρωτοβουλίες για δανεισμό, όχι μόνο από τα νοικοκυριά, αλλά κυρίως από τις επιχειρήσεις, οι οποίες αποστρέφονται την έκθεση σε δανεισμό προχωρώντας σε μεγάλες αποπληρωμές ή ακόμη και προπληρωμές υφιστάμενων οφειλών.

Αποπληρωμές 25 δισ.
«Οποιος μπορεί προτιμάει να μην έχει έκθεση σε δανεισμό», σημειώνουν χαρακτηριστικά τραπεζικά στελέχη από τον χώρο του corporate banking και σύμφωνα με στοιχεία από τις τράπεζες οι αποπληρωμές δανείων έχουν σπάσει τα κοντέρ το α΄ τρίμηνο του έτους, καταρρίπτοντας ακόμη και τα υψηλά επίπεδα αποπληρωμών που παρατηρήθηκαν το 2022 και τα οποία προσέγγισαν τα 25 δισ. ευρώ σε σύνολο 33 δισ. ευρώ νέων εκταμιεύσεων. «Το 2023 έχει ξεκινήσει δύσκολα και δεν θα με εξέπληττε ακόμη κι αν καταλήγαμε σε αρνητική πιστωτική επέκταση», σημειώνουν χαρακτηριστικά αρμόδια τραπεζικά στελέχη παρατηρώντας πως, παρά το γεγονός ότι προς το παρόν δεν παρατηρείται ακύρωση μεγάλων επενδυτικών projects, «όσο ακριβαίνει το χρήμα κάποια επενδυτικά πλάνα δεν θα βγαίνουν». «Η αγορά το α΄ τρίμηνο δείχνει εξαιρετικά ρηχή», υπογραμμίζουν, διαβλέποντας ουσιαστικά ότι η περιοριστική νομισματική πολιτική αρχίζει και δείχνει τα δόντια της στην πραγματική οικονομία.

Οι υψηλές αποπληρωμές αντισταθμίζουν, σύμφωνα με στοιχεία της «Κ», τις νέες χρηματοδοτήσεις και σύμφωνα με αρμόδια τραπεζικά στελέχη δημιουργούν προβληματισμό για την επίτευξη των στόχων για ουσιαστική πιστωτική επέκταση που έχουν θέσει οι τράπεζες για το 2023 εν μέσω του ρευστού πολιτικού σκηνικού που δημιουργεί η προσφυγή στις κάλπες. Οι αιτίες αποδίδονται:

1. Στην άνοδο των επιτοκίων που εκτινάσσει το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων και δη των μικρομεσαίων και μικρών, που δεν έχουν πρόσβαση στα φθηνά δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης. Τα επιτόκια δανεισμού των επιχειρήσεων μετά την άνοδο του euribor στο 3%, ξεκινούν σήμερα από το 5% για μια υγιή μικρομεσαία επιχείρηση και κλιμακώνονται στο 8% για τις μικρότερες επιχειρήσεις. Μια εταιρεία θεωρείται υπερδανεισμένη εάν το χρέος της ξεπερνάει τις 6 φορές το EBITDA, εξηγούν στελέχη από τον χώρο του corporate banking, εάν όμως το κόστος δανεισμού έχει πάει 3 φορές πάνω, τότε αυτό το κριτήριο δυσκολεύει την πρόσβαση στη χρηματοδότηση από σημαντική μερίδα επιχειρήσεων.

2. Στη μείωση των τιμών σε πρώτες ύλες το α΄ τρίμηνο του έτους σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα, που έχει φρενάρει τις ανάγκες για κεφάλαια κίνησης. Εντονο είναι το φαινόμενο οι μικρές επιχειρήσεις να κλείνουν πιστωτικές γραμμές που δεν αξιοποιούν, περιορίζοντας την έκθεσή τους σε δανεισμό.

3. Στην υψηλή ρευστότητα που υπάρχει σε βασικούς κλάδους της οικονομίας, όπως η ενέργεια και κυρίως η ναυτιλία, που οδηγεί σε κλείσιμο θέσεων υφιστάμενου δανεισμού ακόμη και με προπληρωμές δανείων. Αντίθετα στον τουρισμό δεν παρατηρείται αυτό το φαινόμενο, καθώς η ρευστότητα χρησιμοποιείται για την κάλυψη των αναγκών της νέας χρονιάς.

4. Στην ωρίμανση των δανείων που δόθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης, κυρίως μέσω της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας και τα οποία κλείνουν σταδιακά τον κύκλο της 5ετούς διάρκειας και αρχίζουν να αποπληρώνονται μαζικά προκειμένου να μην υποστούν την επιβάρυνση του αυξημένου κόστους εξυπηρέτησης. «Πρόκειται για έναν σημαντικό όγκο δανείων που δεν μπορούν να αναχρηματοδοτηθούν» και τα οποία αποτελούν μια βασική κατηγορία αποπληρωμών», εξηγούν τραπεζικά στελέχη.

5. Στη χρηματοοικονομική αναταραχή που εφόσον συνεχιστεί μπορεί να συσφίγξει τα ούτως ή άλλως αυστηρά πιστοδοτικά κριτήρια από την πλευρά των τραπεζών και τέλος, στην πολιτική αβεβαιότητα στη χώρα μας, που αναστέλλει την επενδυτική διάθεση κυρίως από την πλευρά των επιχειρήσεων. «Η ψυχολογία που καταγράφεται το α΄ τρίμηνο δεν έχει καμία σχέση με το περυσινό τρίμηνο», σημειώνουν χαρακτηριστικά τραπεζικά στελέχη από τις επαφές τους με στελέχη επιχειρήσεων, παρατηρώντας ότι η πρόσφατη αναταραχή στις αγορές προκαλεί δυσπιστία για το μέλλον, η οποία εντείνεται στη χώρα μας, με βασικό ζητούμενο το κατά πόσο οι εκλογές θα αναδείξουν σταθερή κυβέρνηση.

Μοναδική διέξοδος
Σταθερή πηγή διοχέτευσης ρευστότητας για το 2023 αποτελεί το Ταμείο Ανάκαμψης, που συνεχίζει να τραβάει πόρους, αλλά απευθύνεται κυρίως σε μεγάλες επιχειρήσεις με επενδυτικά σχέδια άνω των 5 ή των 10 εκατ. ευρώ, επισημαίνουν αρμόδια τραπεζικά στελέχη, υπογραμμίζοντας ότι η εμπειρία δείχνει ότι το πρόγραμμα είναι βαρύ για μικρότερες επιχειρήσεις, οι οποίες στρέφονται κυρίως στον αναπτυξιακό νόμο ή το ΕΣΠΑ, που μόλις ξεκίνησε και τα αποτελέσματά του δεν έχουν φανεί ακόμη.

Στα ύψη οι δόσεις των στεγαστικών
Οι εκτιμήσεις για την περαιτέρω άνοδο των επιτοκίων δείχνουν «αυτοσυγκράτηση» από την πλευρά της Κεντρικής Τράπεζας στο επίπεδο του 3,30% έως τα τέλη του χρόνου και με την προϋπόθεση πάντα της τιθάσευσης του πληθωρισμού. Πρόκειται για μετριοπαθέστερη εκτίμηση σε σχέση με την πρόβλεψη για άνοδο των επιτοκίων έως και το 4% στο τέλος του 2023, που κυριαρχούσε πριν από έναν περίπου μήνα, πριν δηλαδή την εκδήλωση της κρίσης στις αμερικανικές τράπεζες και την κατάρρευση της Credit Suisse. Ηδη όμως οι επιπτώσεις είναι ορατές στην οικονομία και το ερώτημα είναι εάν θα παγιωθούν ως κυρίαρχη τάση τους προσεχείς μήνες. Εκτός από την αποστροφή στον δανεισμό, έντονη είναι η ανησυχία για την αύξηση των κόκκινων δανείων, κυρίως από την πλευρά των νοικοκυριών. Ο προβληματισμός κυριάρχησε στη συνάντηση που είχε ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας με τις διοικήσεις των τραπεζών την εβδομάδα που μας πέρασε και παρά το γεγονός ότι μέχρι στιγμής δεν προκύπτει ότι υπάρχουν εισροές νέων κόκκινων δανείων, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αποκλειστεί στο άμεσο μέλλον, λόγω της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος που προκαλεί η επιμονή του πληθωρισμού. Κοινός τόπος μεταξύ τραπεζών και υπουργείου Οικονομικών ήταν ο προβληματισμός για την επιβάρυνση των νοικοκυριών λόγω της σημαντικής ανόδου των επιτοκίων, που έχει εκτινάξει τις δόσεις των στεγαστικών δανείων κατά μέσο όρο από 150 έως 200 ευρώ τον μήνα από τον περασμένο Ιούλιο, οπότε και ξεκίνησε η άνοδος των επιτοκίων από την ΕΚΤ. Είναι χαρακτηριστικό ότι για ένα δάνειο 100.000 ευρώ με περιθώριο 2,5% (τελικό επιτόκιο σήμερα 5,5%) και διάρκεια αποπληρωμής τα 20 χρόνια, η δόση πέρυσι τέτοιο καιρό ήταν 535 ευρώ τον μήνα και σήμερα διαμορφώνεται στα 695 ευρώ.