Γράφει ο Roger Lowenstein
Έχοντας διασώσει το σύνολο των καταθετών ενός πτωχευμένου πιστωτικού ιδρύματος, πώς θα αρνηθεί η κυβέρνηση να πράξει το ίδιο ξανά;
Έχοντας περάσει όλη την καριέρα μου γράφοντας για χρεοκοπίες τραπεζών, πρόσφατα βρέθηκα και ο ίδιος εν μέσω μιας τέτοιας κατάστασης, όταν η Ομοσπονδιακή Αρχή Εγγύησης Καταθέσεων (FDIC) ανέλαβε τον έλεγχο της τράπεζάς μου, Silicon Valley Bank. Πριν μερικές μέρες, όταν προσπάθησα να πληρώσω διαδικτυακά έναν λογαριασμό, εμφανίστηκε μπροστά μου ένα διόλου καθησυχαστικό μήνυμα:
"Αυτή η ιστοσελίδα δεν θα είναι διαθέσιμη το Σαββατοκύριακο, αλλά θα είναι εκ νέου διαθέσιμη την επόμενη εβδομάδα, στο πλαίσιο οδηγιών της FDIC”. Στην πραγματικότητα, δεν ανησύχησα• μικροκαταθέτες, όπως εγώ, εδώ και χρόνια έχουμε μάθει πλέον ότι δεν χρειάζεται να ανησυχούμε για την κατάσταση της τράπεζάς μας, καθώς τυχόν κίνδυνοι χρεοκοπίας καλύπτονται από τη FDIC.
Η FDIC συστάθηκε πριν από 90 χρόνια, εν μέσω της Μεγάλης Ύφεσης. Έκτοτε, οι μικροκαταθέτες που εμπίπτουν στο όριο εγγύησης καταθέσεων της FDIC κοιμούνται ήσυχοι. Πλέον, όμως, υπό το πρίσμα των πρόσφατα τραπεζικών χρεοκοπιών και της διευρυμένης κάλυψης που παρείχε η FDIC, δεν χρειάζεται να ανησυχεί οποιοσδήποτε καταθέτης. Έχοντας ήδη διασώσει το σύνολο των καταθετών δύο τραπεζών, πώς θα αρνηθεί η κυβέρνηση να πράξει το ίδιο ξανά;
Συσταθείσα στο πλαίσιο του νόμου-ορόσημο Γκλας-Στίγκαλ του 1933, η FDIC αρχικά παρείχε εγγυήσεις για καταθέσεις έως 2.500 δολάρια, στηριζόμενη στα ασφάλιστρα που κατέβαλαν οι τράπεζες-μέλη της. Ο νόμος θεσπίστηκε από δύο Δημοκρατικούς, τον Γερουσιαστή Κάρτερ Γκλας της Βιρτζίνια και τον βουλευτή Χένρι Στίγκαλ της Αλαμπάμα. Στόχος του Στίγκαλ ήταν να προστατεύσει τις αγροτικές τράπεζες, που διέθεταν πολλούς μικροκαταθέτες, από τους κινδύνους μετάδοσης κρίσεων.
Εκείνη την εποχή, οι "προοδευτικοί” του τραπεζικού κλάδου ήταν συγκεντρωμένοι στην "καρδιά” της χώρας. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, οι χαμηλές τιμές των γεωργικών εκμεταλλεύσεων προκάλεσαν κύματα χρεοκοπιών τραπεζών. Πολλές πολιτείες υιοθέτησαν κανόνες εγγυήσεων, αλλά σε ομοσπονδιακό επίπεδο τα συστήματα απέτυχαν να ανταποκριθούν. Παρουσιάστηκαν επίσης δεκάδες νομοσχέδια περί εγγυήσεων σε ομοσπονδιακό επίπεδο.
Η ιδέα ήταν αμφιλεγόμενη. Ο πρόεδρος της Αμερικανικής Ένωσης Τραπεζών διαμαρτυρήθηκε ότι η εγγύηση των καταθέσεων είναι πρακτική "επισφαλής, αντιεπιστημονική και επικίνδυνη”. Την αντίθεσή τους εξέφρασαν επίσης ο τότε Πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούσβελτ και ο υπουργός των Οικονομικών του, Γουίλιαμ Γούντιν. Ο Ρούσβελτ αντιτάχθηκε στην εγγύηση καταθέσεων διότι πίστευε πως θα έχει υψηλό κόστος και επίσης θα ενθαρρύνει τις επισφαλείς πρακτικές των τραπεζών. Εάν δεν υπήρχε λόγος να κατευναστούν οι καταθέτες, τότε οι τράπεζες θα ήταν ελεύθερες να αναλάβουν κάθε είδους κίνδυνο. Σήμερα, αυτό ονομάζεται "ηθικός κίνδυνος”.
Το 1933, χρεοκόπησαν περί τις 4.000 τράπεζες. Ο Ρούσβελτ ανέλαβε την προεδρία τον Μάρτιο και κήρυξε πανεθνική "αργία των τραπεζών” προκειμένου να αποτρέψει την κατάρρευση περισσότερων τραπεζών. Μετά από έντονη διαβούλευση, τον Ιούνιο ο Ρούσβελτ υπέγραψε τον νόμο Γκλας-Στίγκαλ.
Η FDIC αναμφίβολα απέτρεψε έκτοτε αρκετούς πανικούς. Από τη σύστασή της μέχρι και την είσοδο της Αμερικής στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι χρεοκοπίες τραπεζών κυμαίνονταν περίπου στις 50 ανά έτος, όχι άσχημα εάν σκεφθεί κανείς την οικονομική ύφεση που επικρατούσε στο μεγαλύτερο διάστημα αυτής της περιόδου. Και οι περισσότερες τράπεζες που χρεοκόπησαν ήταν μικρές.
Στη μεταπολεμική περίοδο πλέον, η εγγύηση καταθέσεων φαινόταν να αφορά μια εποχή που είχε παρέλθει. Οι τραπεζίτες που ανδρώθηκαν τη δεκαετία του 1930 χαρακτηρίζονται από σύνεση, και ο κλάδος απέφευγε τους κινδύνους. Το ποσοστό χρεοκοπιών ήταν εξαιρετικά χαμηλό. Όλα αυτά, όμως, άλλαξαν τις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Η χρηματοπιστωτική απορρύθμιση, η αναβίωση των "ζωωδών ενστίκτων” στη Wall Street και η άνοδος του πληθωρισμού αποτέλεσαν έναν εκρηκτικό συνδυασμό που οδήγησε σε χρηματοπιστωτική αστάθεια και διακυμάνσεις των επιτοκίων. Αυτό ήταν - οι χρεοκοπίες τραπεζών ξεκίνησαν εκ νέου.
Τις τελευταίες ημέρες, ανασύρθηκαν μνήμες του 2008 και του 2009 (όταν μόνο στα δύο αυτά έτη χρεοκόπησαν 165 τράπεζες). Αλλά, κατά κύριο λόγο, εκείνη η κρίση δεν ήταν αποτέλεσμα της απόσυρσης κεφαλαίων από τους καταθέτες. Η Bear Stearns, η Lehman Brothers και άλλες τράπεζες χρεοκόπησαν ή αναζήτησαν "σανίδες σωτηρίας” καθώς στέρεψε η ημερήσια χρηματοδότηση από επαγγελματίες επενδυτές. Οι λόγοι ήταν δύο: τράπεζες όπως η Lehman ήταν υπερβολικά μοχλευμένες, και εξαιρετικά εκτεθειμένες σε ενυπόθηκους τίτλους στεγαστικών δανείων, ένα πολύ αδύναμο και ευρέως διακρατούμενο περιουσιακό στοιχείο, εκείνη την εποχή.
Δεν συνέβη, όμως, το ίδιο στην περίπτωση της Silicon Valley Bank.
Ο πρόσφατος πανικός αποτελεί κλασικό παράδειγμα μαζικών αναλήψεων καταθέσεων, και θυμίζει μια άλλη ιστορική κρίση. Τη δεκαετία του 1980, οι τράπεζες που δραστηριοποιούνται στους τομείς αποταμιεύσεων και δανείων είχαν επενδύσει τα κεφάλαιά τους σε μακροπρόθεσμα ενυπόθηκα δάνεια με σταθερό επιτόκιο. Όταν η Federal Reserve, υπό την πίεση του αυξανόμενου πληθωρισμού, ξεκίνησε την αύξηση των επιτοκίων της, τα συγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κλήθηκαν να προσφέρουν υψηλότερα επιτόκια προκειμένου να προσελκύσουν καταθέτες.
Η διαφορά μεταξύ του κόστους καταθέσεων και του (χαμηλότερου) επιτοκίου που τους απέφεραν τα ενυπόθηκα δάνεια "βύθισε” τον κλάδο. Πολλές τράπεζες στράφηκαν σε πιο ριψοκίνδυνα περιουσιακά στοιχεία προκειμένου να τονώσουν τις αποδόσεις τους, αλλά καθώς οι εν λόγω επενδύσεις γίνονται ολοένα και δυσκολότερες, οξύνθηκαν και τα προβλήματά τους. Σχεδόν το 1/3, ή περίπου 1.000 τράπεζες καταθέσεων και δανείων χρεοκόπησαν. Η FDIC (ευτυχώς) δεν ενεπλάκη, διότι οι εν λόγω τράπεζες καλύπτονταν από έναν άλλο ομοσπονδιακό οργανισμό εγγυήσεων. Η Ομοσπονδιακή Αρχή Εγγύησης Καταθέσεων και Δανείων (FSLIC) κατέστη αφερέγγυα και η επακόλουθη διάσωσή της εκτιμάται ότι κόστισε στους φορολογούμενους περισσότερα από 100 δισ. δολάρια.
Η κατάρρευση της Silicon Valley Bank μοιάζει με μια μίνι κρίση τραπεζών καταθέσεων και δανείων. Όπως και οι τράπεζες της δεκαετίας του 1980, η SVB αναπτύχθηκε ραγδαία, είχε πολλά περιουσιακά στοιχεία επενδεδυμένα σε μακροπρόθεσμα ομόλογα σταθερού επιτοκίου και έλαβε χώρα όταν ο πληθωρισμός ανάγκασε τη Fed να αυξήσει τα επιτόκιά της, αυξάνοντας το κόστος διατήρησης καταθέσεων.
Όπως και οι τράπεζες καταθέσεων και δανείων, η SVB επίσης ήταν εξαιρετικά εστιασμένη. Απευθυνόταν σε νεοφυείς επιχειρήσεις για τις οποίες η διατήρηση ενός λογαριασμού στην SVB αποτελούσε ζήτημα κύρους. Ένας "γκουρού” της τεχνολογίας που άλλαξε πρόσφατα δουλειά μού είπε, βασιζόμενος στην εμπειρία του, ότι περίπου τα 2/3 των νεοφυών επιχειρήσεων πραγματοποιούσαν συναλλαγές με την SVB (η ίδια ισχυριζόταν ότι σχεδόν το ήμισυ των venture capital που επένδυαν στους κλάδους της τεχνολογίας και των βιοεπιστημών ήταν πελάτες της).
Οι προαναφερθείσες κρίσεις προκάλεσαν τη διεύρυνση του ομοσπονδιακού "διχτυού ασφαλείας”. Μέχρι τη δεκαετία του 1970, το όριο εγγύησης καταθέσεων της FDIC αυξανόταν με αργούς ρυθμούς. Αλλά το 1980, όταν οι τράπεζες βρέθηκαν υπό πίεση λόγω του αυξανόμενου πληθωρισμού, το Κογκρέσο αύξησε το όριο αυτό στις 100.000 δολάρια, παρά τις αντιρρήσεις της ίδιας της FDIC. Στην κρίση του 2008, το όριο αυξήθηκε περαιτέρω στις 250.000 δολάρια. Ενώ μετά την κατάρρευση της IndyMac το 2008, η FDIC, όποτε ήταν δυνατό, κάλυπτε (αθόρυβα) και ανασφάλιστους καταθέτες.
Στην περίπτωση διάσωσης της SVB και της Signature Bank στη Νέα Υόρκη δύο ημέρες αργότερα, η FDIC αγνόησε απροκάλυπτα το ανώτατο όριο εγγύησης καταθέσεων και διέσωσε όλους τους καταθέτες των δύο τραπεζών, ανεξαρτήτως μεγέθους. Πρόκειται για μια εντυπωσιακή κίνηση.
Οι διασωθέντες με τις 7ψήφιες καταθέσεις ήταν κατά κύριο λόγο εταιρείες επιχειρηματικών συμμετοχών εστιασμένες στη λογική των επενδύσεων. Κύριο χαρακτηριστικό, όμως, του καπιταλισμού είναι ότι συνεπάγεται κινδύνους. Δεν υπάρχουν συνετές επενδύσεις χωρίς αξιολόγηση της πιθανότητας ζημίας. Εάν οι εταιρείες επιχειρηματικών συμμετοχών στηρίχθηκαν στη λογική της "αγέλης” και όχι στη χρηματοοικονομική δέουσα επιμέλεια, ήταν δικό τους πρόβλημα. Στην περίπτωση της Signature, που ήταν εκτεθειμένη στον κλάδο των κρυπτονομισμάτων, η διάσωσή της πιθανότατα γλίτωσε και όσους πόνταραν σε κερδοσκοπικά περιουσιακά στοιχεία.
Οι αξιωματούχοι της ομοσπονδιακής κυβέρνησης ισχυρίζονται ότι δεν επρόκειτο για διάσωση, επικαλούμενοι μια τεχνική λεπτομέρεια: οποιαδήποτε κεφάλαια διάσωσης θα προέλθουν μέσω ενός μηχανισμού ειδικής αξιολόγησης των (ιδιωτικών) τραπεζών, και όχι από το δημόσιο. Οι συνετές τράπεζες, που αντιστάθμισαν την έκθεσή τους στα επιτόκια και ως εκ τούτου υπέστησαν κόστος σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας, θα επιβαρυνθούν με πρόσθετο κόστος. Πιθανότατα, οι τράπεζες θα μετακυλίσουν το κόστος διάσωσης στους καταναλωτές, μέσω υψηλότερων προμηθειών.
Ως εκ τούτου, η δέσμευση του προέδρου Μπάιντεν ότι δεν θα επιβαρυνθούν οι φορολογούμενοι είναι, υπό στενή έννοια, ακριβής. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι πελάτες των τραπεζών αποτελούν μια αρκετά μεγάλη ομάδα, θα επηρεαστεί και ο "λαός”.
Επιπροσθέτως, ο αντίκτυπος στην παράτολμη συμπεριφορά θα είναι ανάλογος.
Οι ρυθμιστικές αρχές, ξεκάθαρα, απέτυχαν να εντοπίσουν τη μη βιώσιμη αναντιστοιχία μεταξύ περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων στην περίπτωση της SVB. Το έργο τους θα είναι πιο δύσκολο στο μέλλον, καθώς η πρακτική της ανάληψης κινδύνου στην περίπτωση των καταθέσεων έχει ουσιαστικά κοινωνικοποιηθεί. Τι θα συμβεί, λοιπόν, εάν μια τράπεζα επιλέξει να προσελκύσει κεφάλαια αυξάνοντας το επιτόκιο των καταθέσεων; Αυτό κάνουν, άλλωστε, όλες οι τράπεζες.
Από τη στιγμή που άρεται η παράμετρος του κινδύνου από μια δραστηριότητα μιας τράπεζας, είναι δύσκολο οι αρχές της αγοράς να διέπουν τις υπόλοιπες δραστηριότητές της. Θα πρέπει να περιμένουμε, τουλάχιστον, τη θέσπιση αυστηρότερων απαιτήσεων όσον αφορά τα κεφάλαια των τραπεζών (όπως ισχύουν σήμερα για τις μεγαλύτερες τράπεζες), αυξημένη εποπτεία και υψηλότερα κόστη. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα, όπως έχει προβλέψει η στήλη DealBook, περισσότερα δάνεια να μετακινηθούν από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα-μέλη της FDIC προς τις λεγόμενες σκιώδεις τράπεζες, όπως είναι τα hedge funds, ήτοι εκτός εποπτείας των ρυθμιστικών αρχών.
Σε προηγούμενες χρεοκοπίες τραπεζών, οι ανασφάλιστοι καταθέτες δεν έχασαν τα πάντα - συνήθως οι απώλειές τους κυμαίνονταν σε ένα ποσοστό 10%-15%. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν υπήρχε κανένα συστημικά επισφαλές περιουσιακό στοιχείο, όπως τα ενυπόθηκα δάνεια το 2008. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι ο κίνδυνος περιορίστηκε και η Federal Reserve παρέχει ρευστότητα σε τράπεζες που υφίστανται εκροές καταθέσεων (ενώ παρείχε και έκτακτη ρευστότητα την προηγούμενη εβδομάδα), εάν η FDIC άφηνε τους ανασφάλιστους καταθέτες των τραπεζών να υποστούν ένα "κούρεμα”, ενδεχομένως θα ήταν πιο υγιές για το σύστημα μακροπρόθεσμα.
Επιπλέον, η διάσωση δεν συμβάλει στην αντιμετώπιση των συνθηκών που ενθάρρυναν την οικονομική αστάθεια: ήτοι του πληθωρισμού. Αντίθετα, μπορεί και να τις επιδείνωσε. Σίγουρα δεν είχε αυτό στο μυαλό του ο Χένρι Στίγκαλ.
*Ο Roger Lowenstein είναι δημοσιογράφος οικονομικού ρεπορτάζ και συγγραφέας του βιβλίου "Buffett” και πιο πρόσφατα του "Ways and Means: Lincoln and His Cabinet and the Financing of the Civil War”.
© 2023 Διατίθεται από το "The New York Times Licensing Group"