Του Γρηγόρη Σαμπάνη*
Η σιδηροδρομική τραγωδία των Τεμπών έχει προκαλέσει σοκ στην ελληνική κοινωνία και αναπόφευκτα αφήνει βαριά σκιά στα τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας.
Κάθε κυβέρνηση όμως κρίνεται από τους ψηφοφόρους για όλη τη διαδρομή της. Και η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει μεγάλη προσφορά στη χώρα, στην οικονομία και την κοινωνία που δεν μπορεί να διαγραφεί.
Στα τέσσερα χρόνια αυτής της κυβερνητικής περιόδου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατάφερε να διαχειριστεί με επιτυχία πρωτοφανείς κρίσεις, να ενισχύσει τη διεθνή θέση της χώρας, να θέσει την οικονομία σε τροχιά σταθερής και δίκαιης ανάπτυξης και να βελτιώσει τη θέση των περισσότερων Ελλήνων, που μπορούν και πάλι να προσβλέπουν σε ένα καλύτερο μέλλον, ύστερα από την εθνική περιπέτεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης.
Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη ενέπνευσε εμπιστοσύνη στους Έλληνες, όταν
διαχειρίστηκε με επάρκεια και αποτελεσματικότητα σοβαρές κρίσεις, που θα μπορούσαν να είχαν βυθίσει τη χώρα στο χάος, χωρίς μία σοβαρή κυβέρνηση στο τιμόνι.
Όταν η Τουρκία του Ερντογάν προσπάθησε να μετατρέψει σε όπλο κατά της Ελλάδας και της Ευρώπης χιλιάδες απελπισμένους μετανάστες, η απάντηση της κυβέρνησης ήταν αυστηρή και αποφασιστική. Τα σύνορα της χώρας και της Ευρώπης προστατεύτηκαν αποτελεσματικά. Τα επόμενα χρόνια οι μεταναστευτικές ροές μειώθηκαν δραστικά. Τίποτα από αυτά δεν ήταν αυτονόητο, η τροπή των εξελίξεων θα μπορούσε να ήταν πολύ διαφορετική με μία κυβέρνηση που θα έλεγε «ανοίξτε τα σύνορα να πάνε στην Ευρώπη οι μετανάστες».
Η πρωτοφανής πανδημία COVID-19 αντιμετωπίστηκε από την κυβέρνηση με τρόπο που κέρδισε έμπρακτη διεθνή αναγνώριση, με τη μορφή της εκρηκτικής αύξησης των τουριστικών ροών, αμέσως μόλις άνοιξε η οικονομία το 2021. Οι οικονομικές συνέπειες της πανδημίας αντιμετωπίστηκαν με δραστικά μέτρα στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων πού όμως δεν εκτροχίασαν τα δημόσια οικονομικά. Τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν αυτονόητο, ούτε τα αποτελέσματα θα ήταν ίδια, για παράδειγμα με μία κυβέρνηση που θα εξαντλούσε όλο το μαξιλάρι του κρατικού προϋπολογισμού από την πρώτη μέρα της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων.
Στην εξωτερική πολιτική, και έχοντας να αντιμετωπίσει μια Τουρκία που υψώνεται συνεχώς τον πήχη των παράλογων διεκδικήσεων και των απειλών στην εθνική κυριαρχία και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη εργάστηκε μεθοδικά για να ενισχύσει τις διεθνείς συμμαχίες και την αποτρεπτική ικανότητα των Ενόπλων Δυνάμεων, με εξοπλιστικά προγράμματα που αλλάζουν την ισορροπία ισχύος στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Τη διεθνή θέση της χώρας αναβάθμισε σημαντικά η καθαρή απόφαση να συνταχθεί η χώρα με την αμυνόμενη Ουκρανία, μετά την παράνομη εισβολή της Ρωσίας και να ενισχύσει η Ελλάδα με πολλούς τρόπους τον αγωνιζόμενο ουκρανικό λαό. Τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν αυτονόητο και δεν θα είχε επιτευχθεί από μία κυβέρνηση χωρίς καθαρή αντίληψη του εθνικού συμφέροντος στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής.
Μέσα από όλες αυτές τις κρίσεις, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη κατάφερε να κρατήσει τον προσανατολισμό της στην άσκηση μιας οικονομικής πολιτικής που είχε στόχο να ανορθώσει την οικονομία ύστερα από τη μεγάλη οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας και τους ανεύθυνους πειραματισμούς της δήθεν ηρωικής διαπραγμάτευσης του 2015, που λίγο έλειψε να οδηγήσουν τη χώρα εκτός ευρωζώνης σε μία ανεξέλεγκτη χρεοκοπία.
Με συστηματική προσπάθεια, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, υπό τον Χρήστο Σταϊκούρα, έχει καταφέρει σήμερα να προβλέπεται ότι η Ελλάδα θα έχει το 2023 πολύ υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, να έχει εξέλθει από την ευρωπαϊκή επιτήρηση και να παρουσιάζει εικόνα δημοσιονομικής σταθερότητας και μεγάλης μείωσης του χρέους. Οι τράπεζες έχουν σταθεροποιηθεί πλήρως, μέσα από την προσπάθεια μείωσης των κόκκινων δανείων με τιτλοποιήσεις και δεν επηρεάζονται από την πρόσφατη αναταραχή στο διεθνές τραπεζικό σύστημα. Μετά το ρεκόρ ξένων επενδύσεων του 2022, οι εισροές κεφαλαίων θα συνεχιστούν και το 2023, ενώ η οικονομία θα συνεχίσει να ενισχύεται από τα κονδύλια του ταμείου ανάκαμψης για τα οποία διαπραγματεύτηκε με επιτυχία η ελληνική κυβέρνηση. Τίποτε από όλα αυτά δεν ήταν αυτονόητο και δεν θα συνέβαινε με μία κυβέρνηση της παράταξης που έχει αποδείξει ότι τα κύρια συστατικά της οικονομικής της πολιτικής είναι ο λαϊκισμός και η ανευθυνότητα.
Αναμφίβολα σε αυτή την τετραετία, αυτό που δεν κατόρθωσε να κάνει η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, έχοντας να αντιμετωπίσει πλήθος άλλων προκλήσεων, ήταν να προχωρήσει σε βαθιές τομές και μεταρρυθμίσεις σε κατεξοχήν νοσηρούς τομείς του δημοσίου τομέα, όπως ο ΟΣΕ, να συγκρουστεί με το βαθύ κράτος και να αντιμετωπίσει παθογένειες δεκαετιών που κρατούν τη χώρα στο παρελθόν.
Με αφορμή την τραγωδία των Τεμπών όλοι αναγνωρίζουν πλέον την ανάγκη να μπει βαθιά το νυστέρι στον τομέα των σιδηροδρόμων. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέλαβε με γενναιότητα την πολιτική ευθύνη για αυτή την πρωτοφανή σιδηροδρομική τραγωδία, αν και κάθε καλοπροαίρετος παρατηρητής θα αναγνώριζε ότι η άθλια κατάσταση του ΟΣΕ δεν δημιουργήθηκε χθες, αλλά ήταν συνέπεια πολιτικών που ασκήθηκαν επί δεκαετίες. Και έχει τη βούληση να διερευνηθεί πλήρως το δυστύχημα, να εντοπιστούν τα άμεσα και τα βαθύτερα αίτιά του και να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την ανάταξη του ΟΣΕ, ακόμη και αν αυτό σημαίνει σύγκρουση με συντεχνιακά συμφέροντα.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αξίζει μια δεύτερη πρωθυπουργική θητεία για να συνεχίσει την εφαρμογή των πολιτικών που οδηγούν τη χώρα στην ευημερία και ενισχύουν τη διεθνή θέση της, αλλά και για να φέρει σε πέρας όσα δεν κατάφερε να υλοποιήσει στην πρώτη τετραετία, υπό το βάρος της διαχείρισης αλλεπάλληλων κρίσεων: να θεραπεύσει τις χρόνιες παθογένειες του κρατικού μηχανισμού και να φέρει τις δομές του στον 21ο αιώνα, όποιες κι αν είναι οι αντιδράσεις από τις γνωστές δυνάμεις της οπισθοδρόμησης.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραδίδει μία χώρα καλύτερη από αυτήν που παρέλαβε. Οι Έλληνες πλέον ελπίζουν για το καλύτερο, δεν φοβούνται για το χειρότερο. Οι δυνάμεις που θέλουν την πρόοδο της χώρας είναι βέβαιο ότι θα τον στηρίξουν στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση.
*Οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών