Τρία ζητήματα που είναι μεν διαφορετικά, αλλά συνδέονται μεταξύ τους αντιμετωπίζουν οι αγορές έπειτα από την κατάρρευση της Silicon Valley Bank, σύμφωνα με την UBS. Πρόκειται για την φερεγγυότητα των τραπεζών, την ρευστότητά τους και την κερδοφορία τους.
Ο ελβετικός επενδυτικός οίκος θεωρεί ότι οι φόβοι για την φερεγγυότητα των τραπεζών είναι υπερβολικοί, ενώ τονίζει ότι οι περισσότερες τράπεζες έχουν ισχυρή θέση ρευστότητας. Επομένως, οι καταθέτες στην μεγάλη πλειοψηφία των τραπεζών είναι καλά προστατευμένοι. Όμως, ένας μικρός αριθμός μεμονωμένων τραπεζών ίσως χρειαστεί στήριξη ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες, εάν οι συνθήκες χρηματοδότησης παραμείνουν δύσκολες για μεγάλο διάστημα. Και την ίδια στιγμή, οι δυσμενείς παράγοντες για την κερδοφορία του κλάδου ενισχύονται.
Τραπεζική φερεγγυότητα (solvency)
Πρόκειται για τον βαθμό στον οποίο τα assets μιας τράπεζας ξεπερνούν τις υποχρεώσεις της και άρα είναι ένας βασικός δείκτης τον οποίο κοιτάζουν οι καταθέτες και οι αρχές, καθώς δείχνει την θεμελιώδη ικανότητα μιας τράπεζας να επιστρέψει τις καταθέσεις των πελατών της.
Αυτό ήταν ένα ζήτημα για την Silicon Valley Bank, η οποία είχε επενδύσει ένα μεγάλο μέρος του ενεργητικού της σε τίτλους, η αξία των οποίων στην πορεία υποχώρησε. Αυτό το τρωτό σημείο βγήκε στην επιφάνεια όταν η τράπεζα αναγκάστηκε να πουλήσει assets για να αποπληρώσει τους καταθέτες που ζητούσαν τα χρήματά της.
Όμως, η UBS δεν πιστεύει ότι η φερεγγυότητα αποτελεί ζήτημα για την μεγάλη πλειοψηφία των υπόλοιπων τραπεζών. Και κυρίως για τις συστημικές τράπεζες, οι οποίες εποπτεύονται στενά μετά την κρίση του 2008 και έχουν τουλάχιστον επαρκή assets σε σχέση με τις υποχρεώσεις τους, ακόμα και σε σενάρια οικονομικού στρες.
Τραπεζική ρευστότητα
Είναι ο βαθμός στον οποίο μια τράπεζα μπορεί να εκπληρώσει εγκαίρως τις υποχρεώσεις της. Οι αρχές συχνά εξετάζουν την ικανότητα των τραπεζών να αποπληρώσουν εγκαίρως τις υποχρεώσεις τους, ακόμα και σε περιόδους όπου χάνουν, προσωρινά, την πρόσβαση σε εξωτερική χρηματοδότηση.
Αλλά εάν μία τράπεζα δεν εμπνέει αρκετή εμπιστοσύνη για να κρατήσει τις καταθέσεις της ή να προσελκύσει χρηματοδότηση χονδρικής για ένα παρατεταμένο διάστημα, μία κρίση ρευστότητας μπορεί να εμφανιστεί. Ενώ αυτό δεν επηρεάζει κατ΄ ανάγκη την ικανότητα της τράπεζας να πληρώσει τους πιστωτές της τελικά (δηλαδή τη φερεγγυότητά της), μπορεί να χρειαστεί έναν δανειστή έσχατης ανάγκης για να επιλύσει την αναντιστοιχία ανάμεσα στη διάρκεια των assets και των υποχρεώσεών της.
Η UBS εκτιμά ότι οι κινήσεις για την εγγύηση των καταθέσεων στις ΗΠΑ καθώς και η παρέμβαση της κεντρικής τράπεζας της Ελβετίας αντιμετωπίζουν τα ζητήματα ρευστότητας και απαντούν στις ανησυχίες της αγοράς.
Κερδοφορία των τραπεζών
Η κερδοφορία μιας τράπεζας είναι ο βαθμός στον οποίο τα έσοδά της ξεπερνούν τα κόστη της. Πρόκειται για βασικό δείκτη, καθώς δείχνει την ικανότητα της τράπεζας να δώσει διατηρήσιμες αποδόσεις στους μετόχους και όσους της παρέχουν κεφάλαια.
Όπως σημειώνει η UBS, οι ευρωπαϊκές τράπεζες είχαν σημειώσει ράλι πάνω από 20% από τις αρχές του έτους, λόγω των ελπίδων ότι τα υψηλότερα επιτόκια θα ενισχύσουν την κερδοφορία τους, διευρύνοντας τα επιτοκιακά περιθώρια.
Ακόμα και μετά την χθεσινή πτώση, ο κλάδος σημειώνει οριακή άνοδο από τις αρχές του έτους, άρα η UBS θεωρεί ότι το sell off μπορεί να αποτελεί μια περίπτωση προσδοκιών που διαψεύσθηκαν.
Παρόλα αυτά, αναγνωρίζει ότι οι δυσμενείς παράγοντες για την κερδοφορία των τραπεζών εντείνονται. Κάποιες τράπεζες θα αναγκαστούν να αυξήσουν περαιτέρω τα επιτόκια καταθέσεών τους για να μειώσουν τον κίνδυνο εκροών. Αλλά και οι δανειστές στη χονδρική μπορεί να απαιτήσουν υψηλότερα επιτόκια, αυξάνοντας το κόστος χρηματοδότησης.
Οι τράπεζες μπορεί να περιορίσουν τις χορηγήσεις νέων δανείων, για να ενισχύσουν τη ρευστότητά τους, ενώ η εξασθένηση των οικονομικών προοπτικών μπορεί να τις αναγκάσει να προχωρήσουν σε μεγαλύτερες προβλέψεις για μελλοντικές ζημιές στα δάνεια.
Πώς να επενδύσει κάποιος τώρα
Στο περιβάλλον αυτό, η UBS συστήνει στους επενδυτές που έχουν μεγάλη έκθεση σε τραπεζικές μετοχές, να στραφούν σε άλλους κλάδους (η έκθεση του MSCI All Country World Index στον χρηματοοικονομικό κλάδο είναι 15%).
Τα υψηλής ποιότητας ομόλογα χαρακτηρίζονται ελκυστικά σε αυτές τις συνθήκες και αναμένεται να ευνοηθούν εάν οι αγορές αρχίσουν να προεξοφλούν την πιθανότητα ύφεσης ή μεγαλύτερων μειώσεων επιτοκίων μελλοντικά.
Στις μετοχές, η UBS χαρακτηρίζει τη Wall Street ως την τελευταία της επιλογή και προτιμά τις αναδυόμενες αγορές. Σε επίπεδο κλάδων, προτιμά τα βασικά καταναλωτικά είδη.
Από τα νομίσματα, το δολάριο μπορεί να αντιμετωπίζεται σαν ασφαλές καταφύγιο, όμως χαρακτηρίζεται από τους αναλυτές του οίκου ως υπερτιμημένο. Η UBS συστήνει στους επενδυτές που ανησυχούν για το ενδεχόμενο μιας νέας κρίσης να στραφούν στο ελβετικό φράγκο και τον χρυσό. Όσοι έχουν μεγαλύτερη διάθεση για ρίσκο, μπορούν να προτιμήσουν το ευρώ.