20 Δεκ 2020

Πού το πάνε οι «ταύροι» στο ελληνικό Χρηματιστήριο

Πού το πάνε οι «ταύροι» στο ελληνικό Χρηματιστήριο

Mε έκπληξη παρακολουθούν οι Έλληνες επενδυτές τις εξελίξεις στο Χρηματιστήριο της Αθήνας, απορώντας τι ήταν αυτό που μέσα σε μόλις 50 ημέρες έκανε μια «βαλτωμένη» και «απαξιωμένη» αγορά να εκτιναχθεί και μάλιστα σήμερα να θεωρείται από ορισμένους υπερτιμημένη ή ακόμη και «φούσκα»; Γι’ αυτήν τη θεαματική αντίδραση ασφαλώς υπήρξαν πολλές αφορμές, όμως το ερώτημα είναι πόσο ισχυρές βάσεις έχει, ώστε να διαμορφώνεται σαφής ανοδική τάση.

«Υπήρξαν αρκετές εξελίξεις, οι οποίες μπορεί να μην ήταν εντυπωσιακές, αλλά κατάφεραν συνολικά να αλλάξουν διεθνώς την ψυχολογία και να μειώσουν δραστικά τους φόβους των επενδυτών για το μεσοπρόθεσμο χρονικό διάστημα. Τέτοιες εξελίξεις ήταν οι εγκρίσεις των εμβολίων για την πανδημία, η επιβεβαίωση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα της πολιτικής για αυξημένη προσφορά χρήματος και στήριξη των οικονομιών, καθώς και η θετική υποδοχή του νέου προέδρου των ΗΠΑ από τις αγορές. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, κάποιοι ξένοι θεσμικοί επενδυτές θυμήθηκαν και την Ελλάδα που είχε μείνει πίσω -όπως κάνουν κατά διαστήματα με μικρές περιφερειακές αγορές- και αυτό ήταν όλο. Κάποιοι ξένοι αγόρασαν, πυροδοτώντας παράλληλα και το ενδιαφέρον των Ελλήνων που τοποθετήθηκαν είτε αυτόνομα είτε μέσα από αγορές μεριδίων μετοχικών και μικτών αμοιβαίων κεφαλαίων (βλέπε σχετικά δημοσιεύματα του Euro2day.gr με τίτλους «Γεμίζουν με χρήμα τα αμοιβαία κεφάλαια» και «Αμοιβαία και Bancassurance προτείνουν οι τράπεζες στους καταθέτες»). Η εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά λειτούργησε με τη λογική του ελατηρίου» δηλώνει αναλυτής.

Οι φόβοι περί «φούσκας»
Από την αρχή του έτους ο Γενικός Δείκτης έχει καταγράψει απώλειες μόλις γύρω στο 15% και αυτές προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από τις τράπεζες (-41% κατά το ίδιο χρονικό διάστημα).

Το βασικό ζητούμενο, όμως, είναι το αν αυτή η ανοδική πορεία θα μπορέσει να συνεχιστεί και μέσα στο επόμενο δωδεκάμηνο ή αντίθετα αποτέλεσε ένα πρόσκαιρο ξέσπασμα που θα τερματιστεί με το κλείσιμο των βιβλίων των θεσμικών επενδυτών για το 2020; Ή, αλλιώς, πώς δικαιολογείται ένα ανοδικό ράλι στις μετοχές εν μέσω μιας πανδημίας που εκτιμάται ότι θα μας απασχολήσει τουλάχιστον για ακόμη ένα εξάμηνο, σε μια χώρα με φετινή ύφεση κοντά στο 10%; Δεν είναι προφανές ότι όλα αυτά θα επηρεάσουν το διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών και τη ζήτηση στη χώρα; 

Επιπρόσθετα, οι επιπτώσεις της ελληνικής οικονομίας δεν περιορίζονται στην πανδημία, καθώς η χώρα θα κληθεί να αντιμετωπίσει πολύ σοβαρές προκλήσεις σε βάθος χρόνου. Αν ρωτήσει κάποιος ανθρώπους που ασχολούνται με μακροοικονομικά ζητήματα, θα λάβει ιδιαίτερα επιφυλακτικές απαντήσεις, σχετικά με το μέλλον της ελληνικής οικονομίας, με ορισμένους εξ αυτών να υποστηρίζουν πως, αν δεν γίνουν πολύ βαθιές τομές -τις οποίες μάλιστα δεν βλέπουν να γίνονται- τότε η Ελλάδα προς τα τέλη της δεκαετίας θα επιστρέψει στα… όσα ξεκίνησαν το 2009.

Για παράδειγμα το ζήτημα του δημόσιου χρέους (εκτιμάται ότι μπορεί να φτάσει στο 207% του ΑΕΠ) μπορεί να θεωρείται αντιμετωπίσιμο για τα αμέσως επόμενα χρόνια (έως και τα τέλη της δεκαετίας), ωστόσο παραμένει υψηλό και απαιτεί δραστικές κινήσεις πολύ πριν από το 2030. Ακόμα, το πρόβλημα με την Τουρκία ήρθε για να παραμείνει, με την Ελλάδα να καλείται πλέον να δαπανά πολύ μεγαλύτερα ποσά σε αμυντικές δαπάνες για τα επόμενα πολλά χρόνια.

Σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, το δημογραφικό αποτελεί βόμβα για την οικονομία μας, με τις μέχρι τώρα διαφαινόμενες πρωτοβουλίες και κινήσεις της κινήσεις στο ασφαλιστικό να θεωρούνται δειλές και ανεπαρκείς για την ουσιαστική αντιμετώπισή του. Και φυσικά υπάρχουν και οι διεθνείς προκλήσεις των φυσικών καταστροφών και της αντιμετώπισης του περιβαλλοντικού προβλήματος.

Ο πρώτος λόγος στους «ταύρους»
Παρά το βάσιμο των προαναφερθέντων επιχειρημάτων, οι περισσότεροι αναλυτές εκφράζουν τη -συγκρατημένη έστω- αισιοδοξία τους για την πορεία των χρηματιστηριακών αγορών μέσα στο 2021, 

Χαρακτηριστικά είναι τα όσα δηλώνει υψηλόβαθμο στέλεχος ΑΕΔΑΚ: «Είμαι αισιόδοξος για την πορεία των μετοχών μέσα στο 2021, παρά τις απαιτητικές πολλές φορές αποτιμήσεις και παρά τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσουν οι οικονομίες ανά τον κόσμο. Οι μετοχές μοιάζουν με μια μέτρια ποδοσφαιρική ομάδα που καλείται να αντιμετωπίσει στο γήπεδο έναν αντίπαλο που έχει δεμένα τα χέρια και τα πόδια του. Δεν μπορεί παρά να τον κερδίσει. Οι μετοχές παίζουν ουσιαστικά χωρίς αντίπαλο, γιατί οι κεντρικές τράπεζες έχουν πείσει τις αγορές πως θα κρατήσουν τα επιτόκια χαμηλά για πολλά ακόμη χρόνια. Οι αναλυτές φοβούνται ότι τα περιθώρια περαιτέρω αποδόσεων για τα διεθνή κρατικά ομόλογα έχουν περιοριστεί δραστικά. Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον γιατί κάποιος να προτιμήσει ένα δεκαετές κρατικό ομόλογο με επιτόκιο 0,6% στην Ελλάδα (με 0% στην Ευρώπη) και όχι μετοχές με υψηλότερη μερισματική απόδοση; Γιατί να μη στραφεί προς εταιρικά ομόλογα ισχυρών επιχειρηματικών ομίλων με yields από 1,5% έως και 3% ή ακόμη και σε ακίνητα με απόδοση ενοικίου κοντά στο 3%-6%; Σωστά, ή εσφαλμένα, την ίδια άποψη με μένα έχει και η πλειονότητα των αναλυτών ανά τον κόσμο και το μέλλον θα δείξει το κατά πόσο θα δικαιωθούμε ή όχι». 

Όταν θέσαμε στον ίδιο το ερώτημα των μεγάλων προβλημάτων και των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, η απάντηση ήταν σχετικά καθησυχαστική: «Οικονομικά ζητήματα και προκλήσεις αντιμετωπίζουν όλες οι χώρες του δυτικού κόσμου, αλλά οι κεντρικές τράπεζες τους έχουν δώσει περιθώριο αρκετών ετών για να τα αντιμετωπίσουν. Οι χρηματιστηριακές αγορές προεξοφλούν βέβαια τις μελλοντικές εξελίξεις, αλλά σχεδόν ποτέ δεν βλέπουν τόσο μακριά, όπως π.χ. να δουν τα προβλήματα των ΗΠΑ, της Γερμανίας και της Ελλάδας δέκα χρόνια μετά. Συνήθως, εξαντλούν την επισκόπησή τους μέσα στα επόμενα τρία με πέντε χρόνια.

Σ’ αυτό, λοιπόν, το χρονικό διάστημα, η Ελλάδα θα έχει ως στήριγμα τα μεγάλου ύψους κοινοτικά κονδύλια (ΕΣΠΑ, Ταμείο Ανάκαμψης), αλλά και την υψηλή διεθνή ρευστότητα που αναζητά επενδύσεις ανά τον κόσμο. Πέραν αυτών, η χώρα έχει βελτιώσει κατά πολύ την εικόνα της στο εγχώριο και διεθνές επενδυτικό κοινό, με μια σειρά από εμβληματικές επενδύσεις να βρίσκονται στον σχεδιασμό για να ξεκινήσουν μέσα στην επόμενη διετία.

Από το Ελληνικό έως και το ερευνητικό έργο για τις μπαταρίες λιθίου από τη Sunlight, από τα επεκτατικά σχέδια των φαρμακοβιομηχανιών έως τις επενδύσεις στην πληροφορική, στα λιμάνια, στις τηλεπικοινωνίες, στα αεροδρόμια, στα ναυπηγεία, τον τουρισμό και τα συγκοινωνιακά δίκτυα, διαμορφώνεται μια διαφορετική αντίληψη για το νέο οικονομικό μοντέλο της χώρας, το οποίο ελπίζεται ότι θα αλλάξει κέντρο βάρους στρεφόμενο προς τις εξαγωγές και τις επενδύσεις και όχι προς την κατανάλωση και τον δανεισμό.

Πέραν αυτών, όμως, οι χρηματιστηριακοί επενδυτές αγοράζουν συγκεκριμένες μετοχές (θα πρέπει να είναι επιλεκτικοί κάθε φορά στο αν και ποιες αγοράζουν) και όχι γενικόλογες εκτιμήσεις, που μπορεί να επαληθευτούν στην πράξη ή όχι. Έτσι, όπως φάνηκε και από τα αποτελέσματα του φετινού εννεαμήνου, η πλειονότητα των εισηγμένων εταιρειών είτε δεν επηρεάστηκε σημαντικά από την πανδημία είτε υποχρεώθηκε σε απώλειες που θεωρούνται διαχειρίσιμες. Υπάρχουν δεκάδες εισηγμένων που αναμένεται να προχωρήσουν σε χρηματικές διανομές και μέσα στο 2021, ενώ πολύ περισσότερες είναι εκείνες που μπορούν να εκμεταλλευθούν τις ευκαιρίες που ελπίζεται να προκύψουν μετά το πρώτο εξάμηνο του 2021 και να βελτιώσουν σημαντικά τις οικονομικές τους επιδόσεις μέσα στα επόμενα χρόνια». 

Ειδικότερα, με βάση τα στοιχεία εννεαμήνου που δημοσίευσαν οι εισηγμένες εταιρείες:

Περισσότερες από τις μισές εισηγμένες εμφάνισαν κερδοφόρο τελικό αποτέλεσμα.
Περίπου οι τέσσερις στις δέκα βελτίωσαν το καθαρό τους αποτέλεσμα σε σχέση με πέρυσι (αύξηση κερδών ή μείωση ζημιών)
Περίπου οι οκτώ στις δέκα σημείωσαν θετικό EBITDA.
Στέφανος Kοτζαμάνης
kotzamanis@euro2day.gr