Της Αλεξάνδρας Γκίτση
Τυχόν συνεχιζόμενη αύξηση των τιμών των πρώτων υλών, διατήρηση των ναύλων σε ιστορικά υψηλά επίπεδα αλλά και αύξηση του κόστους ενέργειας θα επηρεάσει αρνητικά τη λειτουργική κερδοφορία της εταιρείας, αναφέρει η Παπουτσάνης με αφορμή την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων πρώτου εξαμήνου.
Αυτό το ράλι ανατιμήσεων, το πρώτο εξάμηνο, η εταιρεία το διαχειρίστηκε σε μεγάλο βαθμό μέσω μετακύλισης της αύξησης σε πελάτες, ιδιαίτερα στις κατηγορίες των παραγωγών προϊόντων για τρίτους και βιομηχανικών πωλήσεων σαπωνωμαζών.
Επίσης, μέρος των υλών που αναλώθηκαν κατά το πρώτο εξάμηνο στην παραγωγή η εταιρεία είτε το τηρούσε σε απόθεμα ήδη από το 2020 είτε είχε διαπραγματευτεί και συμφωνήσει με βασικούς προμηθευτές συγκεκριμένη ποσότητα και τιμή σε χαμηλότερα επίπεδα από αυτά που ίσχυσαν το 2021.
Σε κάθε περίπτωση πάντως και με βάση τα σημερινά δεδομένα, οι προοπτικές παραμένουν θετικές σημειώνει η εταιρεία με τη διοίκηση της να εκτιμά ότι το δεύτερο εξάμηνο του έτους θα παρουσιάσει βελτιωμένη λειτουργική κερδοφορία σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2021 αλλά και το αντίστοιχο δεύτερο εξάμηνο του προηγούμενου έτους.
Το πρώτο εξάμηνο η Παπουτσάνης εμφάνισε μείωση 10% στα EBITDA τα οποία υποχώρησαν στα 4 εκατ. ευρώ από 4,5 εκατ. ευρώ καθώς και πτώση κερδών προ φόρων κατά 6% στα 3 εκατ. ευρώ. Την ίδια περίοδο ο κύκλος εργασιών της αυξήθηκε κατά 16%, στα 24,2 εκατ. ευρώ έναντι 20,9 εκατ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2020.
Η αύξηση του κύκλου εργασιών της Παπουτσάνης οφείλεται στις υψηλές επιδόσεις των κατηγοριών των επώνυμων προϊόντων (εξαιρουμένων των αντισηπτικών), των παραγωγών για τρίτους, αλλά και στην αύξηση των πωλήσεων των ειδικών σαπωνομαζών, πρώτης ύλης για την παραγωγή στερεού σαπουνιού.
Οι εξαγωγές της εταιρίας Παπουτσάνης ανήλθαν σε 14,4 εκατ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2021, που αντιπροσωπεύει ποσοστό 60% του συνολικού κύκλου εργασιών, καταγράφοντας αύξηση ύψους 38% με την αντίστοιχη περσινή περίοδο.
Το 23% των συνολικών εσόδων προέρχεται από πωλήσεις επωνύμων προϊόντων της Παπουτσάνης στην Ελλάδα και το εξωτερικό, το 8% από πωλήσεις προς την ξενοδοχειακή αγορά, το 54% από παραγωγές προϊόντων για τρίτους και το 15% από βιομηχανικές πωλήσεις σαπωνομαζών.