Ο μήνας που διανύουμε ίσως μείνει στην ιστορία των χρηματιστηριακών αγορών, καθώς το επενδυτικό ενδιαφέρον μένει σχεδόν συνεχώς καρφωμένο πάνω στις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, του φυσικού αερίου, του πετρελαίου, και, εδώ και μερικές μέρες, των βιομηχανικών μετάλλων.
Οι ανησυχίες για πιθανή έλλειψη του φυσικού αερίου τίναξαν στον αέρα την τιμή του, οδήγησαν τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος στα ύψη και αρχίζουν να παρασύρουν το πετρέλαιο. Η αύξηση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος, εκτός από τον πονοκέφαλο που φέρνει στους ευρωπαίους πολίτες, έχει στριμώξει σε μία γωνία και την ευρωπαϊκή βιομηχανία ανεβάζοντας κατά πολύ το κόστος παραγωγής, πράγμα που έχει οδηγήσει πολλές επιχειρήσεις στην περικοπή της παραγωγής τους.
Αυτό, σε συνδυασμό με μία αντίστοιχου μεγέθους ενεργειακή κρίση στην Κίνα, όπου οι αρχές έχουν ήδη «συμβουλεύσει» την βιομηχανία αλουμινίου να μειώσει τις δραστηριότητές της, και πολλοί άλλοι κλάδοι το κάνουν ήδη οικειοθελώς, έχει φέρει ξαφνικά την παγκόσμια βιομηχανία μπροστά στο φάσμα της έλλειψης των πιο βασικών βιομηχανικών μετάλλων.
Το αλουμίνιο, ο χαλκός, ο ψευδάργυρος και άλλα λιγότερο διαδομένα αλλά απαραίτητα μέταλλα σημείωσαν την εβδομάδα που μας πέρασε νέα μεγάλη άνοδο και οδήγησαν αρκετούς δείκτες των αγορών εμπορευμάτων σε ιστορικά υψηλές τιμές. Για να είμαστε πιο σωστοί, αυτή δεν είναι η μόνη αιτία της ανόδου της τιμής των μετάλλων, ρόλο έχει παίξει και η ανησυχία για επανεμφάνιση του πληθωρισμού, πράγμα που οδηγεί κάποιους επενδυτές στην αγορά «πραγματικών» περιουσιακών στοιχείων.
Η άνοδος της τιμής σε κάθε ένα από τα μέταλλα έχει μία δική της «ιστορία». Στην περίπτωση του αλουμινίου, η άνοδος έχει αρχίσει εδώ και πολύ καιρό και επιταχύνθηκε τις τελευταίες εβδομάδες, αφενός λόγω της οδηγίας που πήραν οι κινεζικές επιχειρήσεις παραγωγής αλουμινίου να μειώσουν την παραγωγή τους και αφετέρου λόγω των ανησυχιών για προβλήματα στην παγκόσμια αγορά βωξίτη (το ορυκτό από το οποίο παράγεται το αλουμίνιο) εξαιτίας του πραξικοπήματος στην Γουινέα, αφού η αφρικανική χώρα παράγει το 22% του βωξίτη παγκοσμίως.
Μπορεί οι παραδόσεις βωξίτη από την Γουινέα να συνεχίζονται αδιατάρακτα όλο αυτό το διάστημα, αλλά ο φόβος για πιθανή έλλειψη αλουμινίου είναι ακόμα κυρίαρχος. Η παραγωγή αλουμινίου είναι ίσως η πλέον ενεργοβόρος βιομηχανική δραστηριότητα και πιθανή έλλειψη ηλεκτρικής ενέργειας θα πλήξει οπωσδήποτε τα εργοστάσια παραγωγής αλουμινίου.
Η κατάσταση δεν εξομαλύνεται ούτε από τις διαβεβαιώσεις της ρωσικής Rusal πως θα αυξήσει σημαντικά την παραγωγή της μέσα στο 2022, ώστε να μπορεί να καλύψει το πιθανό έλλειμμα αλουμινίου στην Κίνα. Αρκετά λογικό, αν λάβουμε υπόψη μας πως η ίδια η Rusal εκτιμά ότι το 2021 η παγκόσμια ζήτηση θα ξεπεράσει την προσφορά κατά τουλάχιστον 1,5 εκατομμύριο τόνους, ενώ το 2020 είχε συμβεί το ακριβώς αντίθετο. Τα έλλειμμα προσφοράς εκτιμάται πως θα είναι ακόμα πιο μεγάλο το 2022, αφού οι προβλέψεις μιλούν για αυξημένη ζήτηση από όλες τις σημαντικές οικονομικές δυνάμεις, καθώς το αλουμίνιο είναι απόλυτα απαραίτητο στη μετάβαση προς την πράσινη οικονομία.
Ο χαλκός έχει μία κάπως διαφορετική ιστορία. Μετά τα ιστορικά υψηλά που σημείωσε τον Μάιο, κινήθηκε σε ένα στενό εύρος διακύμανσης, ανάμεσα από τα 4,10 με 4,50 δολάρια/λίβρα. Την εβδομάδα που μας πέρασε όμως, σημείωσε εντυπωσιακές επιδόσεις. Ενώ την Δευτέρα ξεκίνησε κοντά στα 4,27 δολάρια, την Παρασκευή άγγιξε τα ιστορικά υψηλά του Μαΐου, στα 4,76 δολάρια. Ενώ στις αρχές της εβδομάδας η αγορά χαλκού ανησυχούσε πως η ενεργειακή κρίση θα μειώσει την ζήτηση, καθώς θα μειωθεί ο ρυθμός ανάπτυξης της διεθνούς οικονομίας, την Παρασκευή είχαμε μία εντελώς διαφορετική κατάσταση.
Η μεγάλη μείωση των αποθεμάτων που φυλάσσονται στις αποθήκες του χρηματιστηρίου μετάλλων του Λονδίνου (μειώθηκαν κατά 86% από τις αρχές του μήνα, φθάνοντας στο χαμηλότερο σημείο από το 1974), δημιούργησε ανησυχία για πραγματική έλλειψη χαλκού, για λόγους που μοιάζουν με τους αντίστοιχους στο αλουμίνιο. Χαρακτηριστικό της κατάστασης είναι πως ξαφνικά τα κοντινά συμβόλαια παράδοσης χαλκού έγιναν πιο ακριβά από τα μακρινά, πράγμα που συμβαίνει όταν υπάρχουν ανησυχίες για έλλειψη προσφοράς. Δύσκολο να πει κανείς για πόσο θα συνεχιστεί η απότομη άνοδος.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η ισχυρή ζήτηση για χαλκό θα συνεχιστεί, σε μεγάλο βαθμό λόγω της «πράσινης μετάβασης», για πρώτη φορά όμως ύστερα από αρκετό καιρό φαίνεται πως πλησιάζει μία σημαντική αύξηση της προσφοράς. Θεωρητικά τουλάχιστον, προς το τέλος του 2022 θα δούμε την έναρξη της λειτουργίας μερικών σημαντικών νέων ορυχείων, στην Δημοκρατία του Κονγκό, στο Περού, την Χιλή και την Ρωσία. Αν τηρηθούν τα χρονοδιαγράμματα (πράγμα που βέβαια συμβαίνει σχετικά σπάνια) η προσφορά θα αυξηθεί και θα μπορέσει να εξισορροπήσει τη ζήτηση. Μέχρι να γίνει αυτό όμως, η ζήτηση μάλλον θα έχει το πάνω χέρι.
Με τον ψευδάργυρο τα πράγματα είναι πολύ πιο ξεκάθαρα. Η μεγάλη αύξηση της τιμής του ρεύματος καθιστά ασύμφορη τη λειτουργία των ευρωπαϊκών εργοστασίων επεξεργασίας ψευδαργύρου. Η Nyrstar, μία από τις πιο σημαντικές εταιρείες του χώρου, ανακοίνωσε την Τετάρτη που μας πέρασε πως θα μειώσει την παραγωγή της κατά 50%, ενώ παρόμοια νέα μας ήρθαν αργότερα από την Glencore. Συνεπεία αυτών των εξελίξεων, ο ψευδάργυρος ανέβηκε κατά 7% την Πέμπτη, ενώ την Παρασκευή ανέβαινε μέχρι και 12% πριν υποχωρήσει λίγο. Με τις κινήσεις αυτές έφθασε στα υψηλότερα σημεία της τελευταίας πενταετίας.
Μπορεί να μην είναι ευρέως γνωστό, αλλά ο ψευδάργυρος είναι απαραίτητος στην κατασκευή πυλώνων για αιολικά υπεράκτια πάρκα και στις στηρίξεις των φωτοβολταϊκών πάνελ, οπότε η μεγάλη αύξηση της τιμής του δεν αποκλείεται να δημιουργήσει προβλήματα στα μελλοντικά ή υπό εκτέλεση έργα κατασκευής εγκαταστάσεων παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος από τον άνεμο και τον ήλιο.
Το ίδιο ισχύει, σε μεγαλύτερο μάλιστα βαθμό, για τον χαλκό και το αλουμίνιο, που είναι απόλυτα απαραίτητα συστατικά της «πράσινης μετάβασης». Εδώ, θα μπορούσε να επισημανθεί ένα ενδιαφέρον «παράδοξο». Είναι γνωστό πως από πολλούς σχολιαστές έχει υποστηριχθεί πως η κρίση στην αγορά φυσικού αερίου και η επακόλουθη τεράστια αύξηση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος, έχει άμεση σχέση με την επιβαλλόμενη απομάκρυνση από τη χρήση των ορυκτών καυσίμων, κυρίως του άνθρακα και του πετρελαίου.
Όπως επισημάναμε προηγουμένως, μεγάλο μέρος της ζήτησης για χαλκό, αλουμίνιο και ψευδάργυρο προέρχεται από τις ανάγκες της μετάβασης στην εποχή χωρίς ορυκτά καύσιμα. Θα μπορούσε κάποιος να πει πως από τη μία μειώνεται η παραγωγή μετάλλων, σαν έμμεσο αποτέλεσμα της διαδικασίας της «πράσινης μετάβασης» και από την άλλη αυξάνεται η ζήτηση για τον ίδιο λόγο.
Αν αυτό το σκεπτικό είναι σωστό, μπορεί να οδηγηθούμε σε μία κατάσταση που η «πράσινη μετάβαση» αυτοϋπονομεύεται, αυξάνοντας υπέρμετρα το κόστος της για τις επιχειρήσεις, τους κρατικούς προϋπολογισμούς και τους πολίτες.
Ανεξάρτητα από την ορθότητα ή μη του παραπάνω συλλογισμού, μία σχεδόν σίγουρη συνέπεια της μεγάλης αύξησης της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος, τουλάχιστον για τη βιομηχανία επεξεργασίας μετάλλων, είναι πως αρκετές επιχειρήσεις θα αναγκαστούν (ή θα βρουν την ευκαιρία να πουν πως αναγκάζονται) να μεταφέρουν κάποιες από τις παραγωγικές τους εγκαταστάσεις έξω από την Ευρώπη, αναζητώντας φθηνότερο ηλεκτρικό ρεύμα.
Όσο περισσότερο κρατήσει το τωρινό επεισόδιο της απότομης αύξησης του κόστους παραγωγής, τόσο θα αυξάνονται οι πιθανότητες για αυτή την σαφώς αρνητική για την Ευρώπη, εξέλιξη.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.