Του Λεωνίδα Στεργίου
Οι μεγάλες τιτλοποιήσεις κόκκινων δανείων σε σύντομο χρονικό διάστημα, είχαν σημαντικά αρνητικό αντίκτυπο στα κέρδη και στα κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών. Αυτό, όμως, ήταν απαραίτητο για την εξυγίανση τους και για να είναι σε θέση να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία.
Η μείωση του ποσοστού των κόκκινων δανείων στο επίπεδο του 10% δείχνει τη μεγάλη βελτίωση που επιτεύχθηκε τα τελευταίο δύο χρόνια, δεδομένου ότι ο δείκτης αυτός πλησίαζε το 50%. Την ίδια στιγμή, το επίπεδο του 10% δείχνει και το πόσο δρόμο έχουν ακόμα να διανύσουν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες προκειμένου να φτάσουν στον μέσο όρο της Ευρωζώνης που κινείται στο 2%.
Κερδοφορία
Σύμφωνα με τα στοιχεία των ΕΚΤ και EBA, οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες (αθροιστικά) είναι οι μόνες που εμφανίζουν ζημίες και αρνητικά αποθεματικά (reserves και retained earnings). Ειδικότερα, το συνολικό καθαρό αποτέλεσμα για τις τέσσερις συστημικές είναι -4,6 δισ. ευρώ, με το στοιχείο reserves στο παθητικό να εμφανίζεται -29,2 δισ. ευρώ. Η ΕΒΑ υπολογίζει τον δείκτη retained earnings στο -256% (ο οποίος εμφανίζει επιδείνωση από τον Δεκέμβριο του 2020 όταν ήταν στο -175%).
Πάντως, το συνολικό αρνητικό αποτέλεσμα στο εννεάμηνο προήλθε από δύο συστημικές τράπεζες, λόγω αποαναγνωρίσεων δύο μεγάλων χαρτοφυλακίων κόκκινων δανείων, μέσω του Ηρακλή. Έτσι, συνολικά, μαζί με τις προβλέψεις, οι απομειώσεις ανήλθαν σε 5,6 δισ. ευρώ, εξαφανίζοντας τα λειτουργικά έσοδα και τα καθαρά έσοδα, ύψους 4,1 δισ. και 1,1 δισ. ευρώ, αντίστοιχα. Η αδυναμία αποθεματοποίησης κερδών οφείλεται, λοιπόν, στις ζημίες, οι οποίες δεν είναι επαναλαμβανόμενες και προήλθαν από κινήσεις εξυγίανσης.
Οι πωλήσεις κόκκινων δανείων φαίνεται ότι περιόρισαν και το λειτουργικό αποτέλεσμα που προέρχεται από τα έσοδα από τόκους, παρά το σχεδόν διπλάσιο επιτοκιακό περιθώριο των ελληνικών τραπεζών. Και αυτό διότι βγαίνουν εκτός ισολογισμού τοκοχρεολύσια που είχαν υπολογιστεί και επί των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (accruals).
Κόστος, κίνδυνοι
Οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες εμφανίζουν υψηλότερο κόστος (σε σχέση με τα έσοδά τους, συγκριτικά με τις υπόλοιπες της Ευρωζώνης. Επίσης, εμφανίζουν υψηλότερο κόστος κινδύνου, στο 6,88% από 0,53% που είναι ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη. Το αυξημένο ποσοστό προέρχεται από το μεγάλο στοκ κόκκινων δανείων και δανείων παρουσιάζουν μεγάλη αύξηση ρίσκου (state 2). Επιπλέον, από τα στοιχεία που δημοσιοποίησαν ΕΚΤ και ΕΒΑ προκύπτει ότι περίπου το 40% των δανείων που τέθηκαν σε καθεστώς μορατορίων ή άλλου είδους προστασίας ανήκουν στην κατηγορία υψηλού κινδύνου (stage 2), ενώ μεγάλο ποσοστό παραμένει μη εξυπηρετούμενο (18,2%).
Κεφάλαια
Το κόστος των τιτλοποιήσεων, η μετάβαση στα διεθνή λογιστικά πρότυπα 9 και στους κανόνες της Βασιλείας ΙΙΙ έχουν ροκανίσει τα εποπτικά κεφάλαια των τεσσάρων συστημικών τραπεζών. Μάλιστα, μία συστημική τράπεζα εμφανίζει δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας CET1 κάτω του 10%, μαζί με μία ακόμα πορτογαλική. Γενικά, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας βρίσκονται αρκετά υψηλότερα από το όριο, αλλά κατά 3-4 μονάδες χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, κάτι που επισημάνθηκε και από την έκθεση του ΤΧΣ που δημοσιεύθηκε στις αρχές της εβδομάδας.
Όπως έχει επισημανθεί και από την Τράπεζα της Ελλάδος, το κόστος των τιτλοποιήσεων είχε αρνητική επίπτωση στα κεφάλαια, αυξάνοντας, έτσι, το ποσοστό της αναβαλλόμενης φορολογίας στο 62% των εποπτικών κεφαλαίων. Μάλιστα, αν ληφθεί υπόψη και η επίδραση από τη μετάβαση στο Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα 9, τότε το ποσοστό της αναβαλλόμενης φορολογίας φτάνει στο 71,5% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων. Πέραν αυτών, οι ελληνικές τράπεζες μέχρι 01.01.2026 οι τράπεζες θα πρέπει να αυξήσουν τα κεφάλαια MREL (ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων) κατά 16,1 δισεκ. ευρώ. Σύμφωνα με την ΤτΕ, λαμβανομένου υπόψη του συνολικού ποσού των στοιχείων MREL που θα πρέπει να εκδώσουν μέχρι την 01.01.2026 τα ελληνικά συστημικά πιστωτικά ιδρύματα και στο βαθμό που το κόστος έκδοσης για αυτά εξακολουθήσει να ανέρχεται σε υψηλά σε σχέση με το μέσο όρο επίπεδα, η έκδοση τίτλων από τα ελληνικά συστημικά πιστωτικά ιδρύματα θα μπορούσε να έχει επίπτωση στην ήδη πιεσμένη κερδοφορία τους.
Ρευστότητα και κίνδυνοι
Η ρευστότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος -και των τεσσάρων συστημικών τραπεζών- παραμένει υψηλή, ειδικά λόγω των μέτρων στήριξης από την ΕΚΤ (πανδημία). Μάλιστα, η εκτεταμένη χρήση των μέτρων ρευστότητας, τόσο μέσω TLTRO όσο και μέσω της αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ είναι εμφανής στο ισοζύγιο του ευρωπαϊκό διατραπεζικού συστήματος Target. Ενώ το 2019 κλείνει με αρνητικό ισοζύγιο 25 δισ. ευρώ, σήμερα έχει φτάσει στα -100 δισ. ευρώ, χωρίς κάτι τέτοιο να προέρχεται από εκροές κεφαλαίων (πχ καταθέσεις), όπως είχε συμβεί το 2012 και το 2015.
Ο σταθμισμένος κίνδυνος στις ελληνικές τράπεζες εμφανίζεται υψηλότερος στην έκθεσή σε δάνεια προς οργανισμούς και επιχειρήσεις, ενώ κοντά στο μέσο όρο της Ευρωζώνης κινείται ο αντίστοιχος δείκτης για τα δάνεια προς νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα περισσότερα κόκκινα δάνεια και μη εξυπηρετούμενα δάνεια βρίσκονται σε χορηγήσεις προς επιχειρήσεις.