13 Απρ 2022

Εμπορεύματα: 'Ενας πρώτος πολεμικός απολογισμός | Liberal Markets

Εμπορεύματα: 'Ενας πρώτος πολεμικός απολογισμός | Liberal Markets

Δε χωρεί αμφιβολία πως το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία έπιασε στον ύπνο μεγάλο μέρος των συναλλασσομένων στις χρηματιστηριακές αγορές εμπορευμάτων. Τις πρώτες μέρες μετά την είσοδο των ρωσικών στρατευμάτων, τα χρηματιστήρια σχεδόν πήραν φωτιά, καθώς πολλοί έσπευσαν να τοποθετηθούν στις αγορές με βάση τα νέα δεδομένα. Οι κινήσεις ήταν πολύ απότομες, και σε πολλές περιπτώσεις επιτεύχθηκαν νέα ανοδικά ρεκόρ τιμών, ιστορικά σε μερικές περιπτώσεις. Για λόγους ευκολίας θα εξετάσουμε μαζί τα ομοειδή προϊόντα, δηλαδή τις ενεργειακές πρώτες ύλες, τα μέταλλα και τα αγροτικά προϊόντα.

Για να είμαστε όμως απόλυτα ειλικρινείς, θα πρέπει να διευκρινίσουμε πως ο πόλεμος δεν έπιασε εντελώς στον ύπνο τις αγορές. Μπορεί να μην περίμεναν μία πολεμική σύρραξη αλλά τους απασχολούσε η αυξανόμενη ένταση στην περιοχή των συνόρων της Ουκρανίας με τη Ρωσία, πράγμα που σημαίνει πως οι τιμές των περισσότερων προϊόντων αντικατόπτριζαν αυτή την ανησυχία.

Δεδομένου του άμεσου αντίκτυπου που έχουν στην τσέπη των πολιτών αλλά και στο μεταφορικό και ενεργειακό κόστος των επιχειρήσεων, οι μεταβολές των τιμών των καυσίμων έχουν απασχολήσει πάρα πολύ τα μέσα ενημέρωσης. Ξεκινάμε λοιπόν από το αργό πετρέλαιο. Την 24η Φεβρουαρίου, το αμερικανικό αργό πετρέλαιο ήταν κοντά στα 93 δολάρια/βαρέλι, ενώ το Brent άγγιζε τα 100 δολάρια/βαρέλι. Αυτή τη στιγμή , το αμερικανικό πετρέλαιο κοστίζει λίγο πάνω από 100 δολάρια και το Brent σχεδόν 105. Αν κάποιος ξυπνούσε σήμερα ύστερα από ύπνο πενήντα ημερών, θα μπορούσε να υποθέσει πως όλα έχουν εξελιχθεί ομαλά. Εμείς όμως που δεν κοιμηθήκαμε ξέρουμε πως για πολλές ημέρες και οι δύο τύποι αργού πετρελαίου ήταν σταθερά πάνω από τα 110 δολάρια, και μάλιστα έφθασαν για λίγο προς την περιοχή των 130 δολαρίων/βαρέλι. Κάτι αντίστοιχο έχει συμβεί και με το προϊόν που προκαλεί εφιάλτες στον εκάστοτε πρόεδρο των ΗΠΑ, τη βενζίνη.

Την ημέρα της ρωσικής εισβολής ήταν κοντά στα 2,8 δολάρια/γαλόνι, τις επόμενες ημέρες σημείωσε σημαντική άνοδο και έφθασε μέχρι τα 3,70 δολάρια/γαλόνι και τις τελευταίες μέρες έχει υποχωρήσει προς τα 3 δολάρια/γαλόνι. Είναι φανερό πως και στις τρεις περιπτώσεις οι αγορές έχουν μάλλον περάσει σε μία πιο ομαλή φάση, όπου οι αρχικοί φόβοι για μεγάλη μείωση της προσφοράς λόγω των κυρώσεων κατά της Ρωσίας έχουν καθησυχαστεί μερικώς από την απελευθέρωση μεγάλων ποσοτήτων πετρελαίου από τα στρατηγικά αποθέματα των ΗΠΑ και άλλων χωρών και από τη μείωση της ζήτησης λόγω των αυστηρών κινεζικών μέτρων κατά της πανδημίας στη Σανγκάη και άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας. Με το φυσικό αέριο, τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Στο μεν ευρωπαϊκό συμβόλαιο φυσικού αερίου, η τιμή εκτοξεύθηκε την ημέρα της εισβολής από τα 87 Euro/MWh στα 130, και τις επόμενες ημέρες και συνέχισε μία ξέφρενη πορεία ξεπερνώντας και τα 300 Euro/MWh.

Από τα μέσα Μαρτίου και μετά άρχισε και εδώ μία αποκλιμάκωση, που έχει οδηγήσει την τιμή του συμβολαίου προς τα 100 Euro/MWh. Όταν βέβαια μιλάμε για αποκλιμάκωση των τιμών, δεν υπονοούμε πως είναι πλέον χαμηλές, παρά μόνον πως είναι λιγότερο ακριβές, καθώς παραμένουν σε πολύ υψηλά επίπεδα για την παγκόσμια οικονομία. Σε αντίθεση με τα παραπάνω ενεργειακά προϊόντα, το αμερικανικό φυσικό αέριο ανεβαίνει σταθερά και σήμερα βρίσκεται στο ψηλότερο επίπεδο από την έναρξη του πολέμου, περίπου στα 6,50 δολάρια/MMBtu, 40% παραπάνω από την τιμή την ημέρα πριν την εισβολή. Δεν είναι εύκολο να πούμε σε τι οφείλεται η διαφορετική συμπεριφορά αυτού του προϊόντος, πιθανώς στην όψιμη κακοκαιρία που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ και στη μεγάλη ζήτηση για αμερικανικό υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) από όλο τον υπόλοιπο κόσμο, αφού η Ευρώπη αποφάσισε ξαφνικά πως πρέπει να απεξαρτηθεί από την Gazprom και το αέριο της.

Από την αναταραχή δεν ξέφυγαν και τα μέταλλα, πολύτιμα και βιομηχανικά. Σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, η συμπεριφορά τους θυμίζει αυτή του πετρελαίου, με την τιμή να ανεβαίνει σημαντικά αμέσως μετά την εισβολή και να αποκλιμακώνεται σταδιακά. Κάτι τέτοιο συνέβη με το αλουμίνιο, το οποίο από τα 3.250 δολάρια/τόνο έφθασε μέχρι τα 3.850 και μετά επέστρεψε στην αρχική περιοχή. Ο χαλκός δε συμπεριφέρθηκε πολύ διαφορετικά, από τα 4,50 δολάρια/λίβρα τινάχθηκε μέχρι τα 5 δολάρια/λίβρα και τώρα έχει επιστρέψει στα 4,65.

Πολύ εντυπωσιακή κίνηση έγινε στο παλλάδιο, το οποίο βρίσκεται σήμερα κοντά στα 2.400 δολάρια/ουγγιά, ακριβώς στο σημείο που ήταν την ημέρα πριν την εισβολή, ενδιάμεσα όμως εκτινάχθηκε αγγίζοντας τα 3.250 δολάρια/ουγγιά. Το παλλάδιο είναι ιδιαίτερη περίπτωση λόγω της κυριαρχίας της Ρωσίας στην παγκόσμια αγορά του μετάλλου, αλλά φαίνεται πως οι φόβοι που οδήγησαν την τιμή τόσο ψηλά δεν επιβεβαιώνονται προς το παρόν. Τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά στο νικέλιο, το οποίο αυτή τη στιγμή έχει ισορροπήσει κοντά στις 33.000 δολάρια/τόνο, αρκετά παραπάνω από τα 25.000 δολάρια στα οποία βρισκόταν την 23η Φεβρουαρίου, και στον ψευδάργυρο, που βρίσκεται στην περιοχή των 4.330 δολάρια/τόνο από τα 3.600 δολάρια/τόνο προ εισβολής (στην περίπτωση του νικελίου μεσολάβησε και το γνωστό επεισόδιο που κόντεψε να τινάξει στον αέρα το χρηματιστήριο μετάλλων του Λονδίνου).

Όσον αφορά στον χρυσό, ξέφυγε από τα 1960 δολάρια/ουγγιά με τη γεωπολιτική ένταση (παραδοσιακός σύμμαχός του) να είναι πολύ αυξημένη και οι προοπτικές μείωσης της δε φαίνονται σημαντικές αυτή τη στιγμή. Κάποια στιγμή, το πρώτο δεκαήμερο μετά την εισβολή, ξεπέρασε τα 2.000 δολάρια, για πρώτη φορά από το 2020, αλλά δεν κατάφερε να κρατήσει τα κέρδη του.

Τελευταία αφήσαμε τα αγροτικά προϊόντα τα οποία, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει συνήθως, αυτή τη φορά απασχόλησαν (και απασχολούν) τον διεθνή Τύπο και την κοινή γνώμη ίσως περισσότερο απ’ ότι τα μέταλλα και οι ενεργειακές πρώτες ύλες. Λογικό βέβαια αυτό αφού ένα από τα πιο σημαντικά, το σιτάρι, ανέβηκε κατά 70% μέσα σε μία εβδομάδα από την έναρξη της εισβολής. Από τα 8 δολάρια/μπούσελ έφθασε πολύ γρήγορα τα 14, καταρρίπτοντας όλες τις παλαιότερες ανοδικές επιδόσεις. Η μεγάλη σημασία της Ρωσίας (κυρίως) και της Ουκρανίας για τις παγκόσμιες εξαγωγές σίτου εξηγεί αυτή την τεράστια άνοδο, η οποία, όπως συμβαίνει συχνά, περιείχε μεγάλα στοιχεία υπερβολής.

Σταδιακά οι τιμές υποχώρησαν πλησιάζοντας πάλι τα 10 δολάρια/μπούσελ και τώρα βρισκόμαστε λίγο κάτω από τα 11 δολάρια. Όπως είπαμε παραπάνω για το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο, η πτώση της τιμής από τα ιστορικά υψηλά είναι καλοδεχούμενη αλλά όχι αρκετή, καθώς το σιτάρι παραμένει πολύ ακριβό. Το καλαμπόκι δεν ακολούθησε τη μεγάλη άνοδο του σιταριού αλλά βρίσκεται αυτή τη στιγμή περίπου στα 7,5 δολάρια/μπούσελ, δηλαδή σχεδόν 10% πάνω από τις «προπολεμικές» τιμές, ίσως γιατί οι αγορές περιμένουν να δουν αν η ανοιξιάτικη σπορά στην Ουκρανία θα προχωρήσει ομαλά ή θα αντιμετωπίσει προβλήματα, αφού η Ουκρανία είναι μία από τις πρώτες εξαγωγικές δυνάμεις του κόσμου.

Αν πρέπει να συνοψίσουμε την κατάσταση που επικρατεί αυτές τις μέρες στην αγορά των εμπορευμάτων, μπορούμε να πούμε πως οι επενδυτές τηρούν στάση αναμονής. Η απότομη άνοδος των πρώτων, μετά την εισβολή, ημερών έχει δώσει τη θέση της σε σταδιακή εξομάλυνση της κατάστασης, με τις τιμές να παραμένουν όμως σε πολύ υψηλά επίπεδα, στις περισσότερες περιπτώσεις. Πουθενά δεν έχουμε δει την τιμή κάποιου προϊόντος να πέφτει κάτω από τα προ εισβολής επίπεδα. Για να γίνει αυτό θα πρέπει να έχουμε κάποια θετική εξέλιξη στο πολεμικό μέτωπο, δηλαδή κάποιου τύπου ανακωχή που να συνοδεύεται και από ενδείξεις για σταδιακή άρση μέρους τουλάχιστον των κυρώσεων και εγγυήσεις για την ασφαλή επαναλειτουργία των λιμανιών της Ουκρανίας (ειδικά για το σιτάρι και το καλαμπόκι, όπως και για το ηλιέλαιο).

Όσο δε βλέπουμε κάτι τέτοιο (οι πιθανότητες είναι μάλλον μικρές), δεν πρέπει να περιμένουμε ουσιαστική πτώση των τιμών, εκτός βέβαια αν η επιστροφή του Covid – 19 στην Κίνα συνδυαστεί με την επιθετική ρητορική της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας και προκαλέσει ένα γενικό ξεφούσκωμα.