16 Ιουν 2022

Η Ευρώπη πιέζει την Ουκρανία για συμβιβασμό με τη Ρωσία

Η Ευρώπη πιέζει την Ουκρανία για συμβιβασμό με τη Ρωσία

Του Μιχάλη Ψύλου
psilosm@naftemporiki.gr

«Εχει χάσει ο άνθρωπος την αίσθηση της πραγματικότητας;», διερωτάται η γερμανική εφημερίδα Tagesspiegel. Ποιος είναι ο «άνθρωπος»; Μα, ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι, διευκρινίζει η γερμανική εφημερίδα, που κάθε άλλο παρά φιλο-ρωσική είναι. Και εξηγεί: «Λίγο πριν την επίσκεψη στο Κίεβο του καγκελάριου Ολαφ Σολτς, του Γάλλου προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν και του Ιταλού πρωθυπουργού Μάριο Ντράγκι, ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι έδωσε το σύνθημα: «Φυσικά και θα απελευθερώσουμε την Κριμαία μας».

Πώς πρέπει να αντιδράσουν σήμερα οι ηγέτες των τριών ισχυρότερων χωρών της ΕΕ, κατά τη συνάντησή τους με τον πρόεδρο Ζελένσκι στην Ουκρανική πρωτεύουσα; Πόσο ρεαλιστική είναι, δυστυχώς, η βούληση του Ουκρανού προέδρου να ανακαταλάβει την Κριμαία, όπου η Ρωσία έχει χτίσει ισχυρές αμυντικές γραμμές μετά την προσάρτησή της χερσονήσου το 2014; «Που αποσκοπεί ο Ζελένσκι, με μια ανακοίνωση τόσο μακριά από την τρέχουσα πραγματικότητα;» διερωτάται η Tagesspiegel.

Ο Ουκρανός πρόεδρος έχει δύο στόχους: Στο εσωτερικό της χώρας του πρέπει να κάνει τα πάντα για να αναπτερώσει τις ελπίδες του λαού ότι οι θυσίες του δεν είναι μάταιες. Στο εξωτερικό, το μήνυμα Ζελένσκι είναι ότι η Ουκρανία χρειάζεται περισσότερη βοήθεια, γιατί προς το παρόν η έμπρακτη αλληλεγγύη της Δύσης δεν είναι αρκετή για να αποτρέψει την προέλαση των Ρώσων. Δυστυχώς, είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθούν και οι δύο αυτοί στόχοι του Ουκρανού προέδρου. Μετά από 112 ημέρες πολέμου, η στρατιωτική ισορροπία στα μέτωπα της Ουκρανίας εξαρτάται πλέον άμεσα από την προμήθεια βαρέων όπλων. Και μόνη της, η Ουκρανία δεν μπορεί να αντέξει για πολύ. Η ροή της δυτικής βοήθειας αρχίζει μάλιστα να περιορίζεται. Τόσο η Ευρώπη,  όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες κατανοούν πλέον ότι είναι πρακτικά αδύνατον να εκδιωχθούν οι ρωσικές δυνάμεις από το σύνολο των κατεχόμενων Ουκρανικών εδαφών. Ευρωπαίοι και Αμερικανοί αξιολογούν  άλλωστε τον πόλεμο και τις συνέπειές του, γεωπολιτικά αλλά και οικονομικά και εμπορικά. Οι κυρώσεις που έχουν υιοθετηθεί κατά της Μόσχας, φαίνεται να πλήττουν –προς το παρόν τουλάχιστον-περισσότερο τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις στην Ευρώπη-παρά τη Ρωσία. Το Κρεμλίνο βλέπει τα ταμεία της χώρας να γεμίζουν λόγω των υψηλών τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου

Κόπωση των Ευρωπαίων

Η βρετανική διαδικτυακή πλατφόρμα Open Democracy εκτιμά ότι η Δύση έχει κουραστεί από τον πόλεμο στην Ουκρανία.«Μετά από περισσότερους από τρεις μήνες συνεχών ειδήσεων για κατεστραμμένες ουκρανικές πόλεις, βασανισμένους αμάχους και σφοδρές συγκρούσεις με κάθε είδους μη πυρηνικά όπλα, η παγκόσμια κοινότητα αντιμετωπίζει μια «κούραση λόγω Ουκρανίας». Οι εκκλήσεις για την εξεύρεση κάποιας συμβιβαστικής λύσης στον πόλεμο γίνονται όλο και πιο δυνατές. Αναμφίβολα, αυτό δεν σημαίνει άφεση αμαρτιών για τη ρωσική εισβολή. Αν υπάρχει η βούληση όμως, μπορεί να βρεθεί λύση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Αυτή τη λύση μέσω διαπραγματεύσεων θέλουν να επαναφέρουν στην ημερήσια διάταξη Σολτς, Μακρόν και Ντράγκι, στις επαφές τους στο Κίεβο. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες βλέπουν άλλωστε ότι οι περισσότεροι  πολίτες επιθυμούν τον γρήγορο τερματισμό της σύγκρουσης στην Ουκρανία. Όπως γράφει ο Guardian, έρευνα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (ECFR),που έγινε στη Βρετανία και σε εννιά κράτη μέλη της ΕΕ -Φινλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Πολωνία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Ισπανία και Σουηδία-  έδειξε ότι οι ανησυχίες έχουν μετατοπιστεί στις ευρύτερες επιπτώσεις του πολέμου. Πολλοί Ευρωπαίοι επιθυμούν να τελειώσει ο πόλεμος το συντομότερο δυνατό - ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι η Ουκρανία θα χάσει εδάφη. «Οι μεγάλες πιέσεις τώρα έρχονται», τονίζει ο Μαρκ Λέοναρντ, εκ των διοργανωτών της έρευνας

Στροφή και στο ΝΑΤΟ

Είναι ενδεικτικό ότι ακόμη και ο ΓΓ του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ –στη διάρκεια της  πρόσφατης επίσκεψής του στη Φινλανδία-απέρριψε κατηγορηματικά την στρατιωτική λύση στον πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας. Ο 63χρονος Στόλτενμπεργκ, που αποχωρεί σε λίγους μήνες από τη θέση του για αναλάβει την Κεντρική Τράπεζα της Νορβηγίας, είπε για πρώτη φορά ότι το Κίεβο θα πρέπει να κάνει εδαφικές παραχωρήσεις στη ρωσική κυβέρνηση προκειμένου να τερματιστεί ο πόλεμος. «Η ειρήνη είναι δυνατή. Το μόνο ερώτημα είναι: ποιο είναι το τίμημα που οι Ουκρανοί θα είναι πρόθυμοι να πληρώσουν για την ειρήνη; Πόση επικράτεια, πόση ανεξαρτησία, πόση κυριαρχία είναι διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν για την ειρήνη;» αναρωτήθηκε ο ΓΓ του ΝΑΤΟ.

Η «στροφή του ΓΓ του ΝΑΤΟ έρχεται σε μια στιγμή που η συμμαχία της Δύσης με το Κίεβο δεν φαίνεται να είναι πλέον άνευ όρων, όπως ήταν στην αρχή του πολέμου. Δυτικοί αναλυτές προειδοποιούν με δηλώσεις τους στο αμερικανικό δίκτυο CNBC ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία μπορεί να κρατήσει «δέκα χρόνια ή και περισσότερο». Η προοπτική αυτή φαίνεται πλέον να προβληματίζει πολύ σοβαρά τους ιθύνοντες στην Ευρώπη, αλλά και την Αμερική, καθώς οι ενεργειακές, οικονομικές και εμπορικές επιπτώσεις του πολέμου καθίστανται δυσβάστακτες για την παγκόσμια οικονομία και τις «τσέπες» νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Η ανησυχία επιτείνεται και από επαπειλούμενη επισιτιστική κρίση από το μπλοκάρισμα των εξαγωγών στα ουκρανικά σιτηρά από τη Ρωσία. Σύμφωνα μάλιστα με πηγές της «Ναυτεμπορικής» στις Βρυξέλλες, βρίσκεται σε εξέλιξη μια προσπάθεια εξεύρεσης μιας κοινά αποδεκτής ευρωπαϊκής πρότασης για την ειρήνευση στην Ουκρανία. Η πρόταση αυτή αναμένεται να έχει διαμορφωθεί ως τη Σύνοδο Κορυφής, στις 23-24 Ιουνίου, στις Βρυξέλλες, και να τεθεί για συζήτηση στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη, στα τέλη του μήνα.

Θα αποδεχτούν οι εμπόλεμοι μια λύση μέσω διαπραγματεύσεων; Ειδικά η Ουκρανία, μπορεί να δεχτεί εδαφικές απώλειες; Σίγουρα θα πρέπει να συμφωνήσει ο πρόεδρος Ζελένσι. Αλλά δεν θα είχε άλλη επιλογή εάν η Δύση σταματούσε την παροχή αμυντικής βοήθειας. Αλλωστε, όπως λέει ο  Μάρκ Λέοναρντ, «η ικανότητα των κυβερνήσεων να διατηρήσουν τη δημόσια υποστήριξη για δυνητικά επιβλαβείς πολιτικές θα ήταν ζωτικής σημασίας. Γιατί το χάσμα μεταξύ των εκείνων που θέλουν την ειρήνης και αυτών που επιζητούν τη δικαιοσύνη στον πόλεμο, θα μπορούσε να είναι «εξίσου επιζήμιο με αυτό μεταξύ πιστωτών και οφειλετών κατά τη διάρκεια της κρίσης του ευρώ».