Το χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν θα καταρρεύσει καθώς οι κυβερνήσεις των σημαντικών κρατών και οι αρμόδιοι διεθνείς θεσμοί έχουν διδαχθεί από το παρελθόν, ωστόσο θα υπάρξουν περαιτέρω προβλήματα, καθώς ο υψηλός πληθωρισμός δυσχεραίνει τη διαχείριση της κατάστασης, εκτιμά σε συνέντευξή του στην «Κ» ο πρόεδρος του Eurasia Group, Ιαν Μπρέμερ.
Ειδικότερα για τις ΗΠΑ, θεωρεί ότι είμαστε μπροστά σε μια πιστωτική ύφεση που θα αποδυναμώσει την οικονομία μέχρι τις εκλογές του 2024, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για τη διαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού στη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.
Παράλληλα, σημειώνει ότι η Ρωσία από την πλευρά της βλέπει θετικά όποια κρίση πλήττει τις δυνατότητες της Δύσης, ενώ η Κίνα με δεδομένο το μέγεθος και τον ρόλο της στην παγκόσμια οικονομία, δεν επιθυμεί μεν διατάραξη της σταθερότητας, αλλά ταυτόχρονα βλέπει και ευκαιρίες στις αδυναμίες της Δύσης.
– Εχει διδαχθεί η Δύση, κυβερνήσεις και θεσμοί, από τις κρίσεις του πρόσφατου παρελθόντος, οι ΗΠΑ με την κατάρρευση της Lehman Brothers και η Ευρώπη με την ελληνική κρίση;
– Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν μάθει από το παρελθόν – αντλούν από τα εγχειρίδια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και της COVID-19 και είναι προετοιμασμένοι ανάλογα. Το δίδαγμα είναι ότι πρέπει να κινηθούν γρήγορα και αποφασιστικά για να αποτρέψουν τον πανικό και να περιορίσουν τις απειλές σε ό,τι αφορά τη ρευστότητα. Τώρα όμως υπάρχει μια διαφορά, καθώς η αξιοπιστία τους συνδέεται και με τον έλεγχο του πληθωρισμού, γεγονός που καθιστά δύσκολη την εξισορροπητική δράση και ακόμη πιο δύσκολη την επικοινωνιακή διαχείριση.
– Ποιες πιθανές επιπτώσεις –οικονομικές και γεωπολιτικές– βλέπετε από την τραπεζική μεταβλητότητα των τελευταίων ημερών;
– Δεν νομίζω ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα θα καταρρεύσει –οι μεταρρυθμίσεις μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση έχουν ενισχύσει την ανθεκτικότητά του– αλλά αμφιβάλλω αν όλα έχουν τελειώσει και πιστεύω ότι σίγουρα υπάρχουν κι άλλα προβλήματα που δεν έχουν ακόμη αναδυθεί.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι αν αυτές οι εξελίξεις προκαλέσουν μια ευρεία σύσφιγξη των πιστωτικών και χρηματοπιστωτικών δυνατοτήτων, η οποία θα επιδεινώσει τις υφεσιακές αντιδράσεις και θα ασκήσει τεράστια πίεση στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, πολλοί από τους οποίους έχουν περιορισμένη ευελιξία στην ασκούμενη πολιτική έπειτα από 4 χρόνια πανδημίας.
– Μπορεί το σκηνικό να εξελιχθεί σε ένα νέο 2007-2008;
Δεν νομίζω ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα θα καταρρεύσει, οι μεταρρυθμίσεις έχουν ενισχύσει την ανθεκτικότητά του.
– Δεν νομίζω, αλλά είναι πολύ νωρίς ακόμη. Οι τραπεζικές κρίσεις οδηγούνται από το συναίσθημα και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να είναι συγκρατημένοι στο ότι την έχουν υπό έλεγχο. Τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στην Ευρώπη, οι αρμόδιοι το κατανοούν αυτό και είναι έτοιμοι να πράξουν τα μέγιστα. Αυτό με παρηγορεί.
– Πώς συγκρίνετε τα δεδομένα του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος με αυτά του αμερικανικού;
– Εχουν μικρότερη εξάρτηση από την τεχνολογία, αλλά οι μακροπρόθεσμες διαρθρωτικές προκλήσεις κερδοφορίας το καθιστούν ευάλωτο σε κλυδωνισμούς.
– Τι ελπίζουν ή φοβούνται οι διάφοροι μεγάλοι παίκτες, ξεκινώντας από τις ΗΠΑ, από την παρούσα κατάσταση;
– Για την κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν πρόκειται για μια αλυσιδωτή πτώχευση τραπεζών που απαιτεί πολλαπλές παρεμβάσεις και αυξανόμενο κόστος για τον φορολογούμενο. Δεν είναι αυτή η βασική τους εκτίμηση – είναι ο φόβος τους. Πέρα από αυτό, πρόκειται για μια ισχυρή πιστωτική ύφεση που θα αποδυναμώσει την οικονομία μέχρι τις εκλογές του 2024.
– Για την Ευρώπη;
– Θα έλεγα ότι το ίδιο ισχύει και για τους Ευρωπαίους.
– Και όσον αφορά τους «εξωτερικούς» παίκτες, αν μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει έτσι τη Ρωσία και την Κίνα;
– Για τη Ρωσία, οποιοδήποτε ισχυρό οικονομικό πλήγμα στη Δύση που θα μπορούσε να μειώσει τη διάθεση για την επιβολή κυρώσεων και την παροχή στήριξης στην Ουκρανία είναι προς το συμφέρον της. Η Κίνα βρίσκεται ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους – επιθυμεί τη γενική οικονομική σταθερότητα, αλλά βλέπει και γεωπολιτικές ευκαιρίες που δημιουργούνται από τις αδυναμίες της Δύσης.