Του Δημήτρη Λένη
Πρόσφατα η Κίνα απείλησε, εμμέσως πλην σαφώς, τις ΗΠΑ με εμπάργκο στις "σπάνιες γαίες”. Πρόκειται για 17 μεταλλικά στοιχεία με κάπως παράξενα ονόματα (πχ Δυσπρόσιο, Λανθάνιο, Πρασεοδύμιο κτλ). Αντίθετα από ό,τι φαντάζεται κανείς, δεν είναι καθόλου σπάνιες, ωστόσο η εκμετάλλευσή τους αποδεικνύεται εξαιρετικά δύσκολη λόγω του τρόπου με τον οποίο σχηματίζονται τα κοιτάσματά τους. Το αποτέλεσμα είναι η παγκόσμια αγορά να μονοπωλείται ουσιαστικά από την Κίνα, η οποία παράγει 120.000 τόνους σπανίων γαιών ετησίως, εξασφαλίζοντας, ανάλογα με το εκάστοτε υπό εξέταση στοιχείο, μερίδιο αγοράς από 80 έως 99% παγκοσμίως, αν και διαθέτει μόνο το 1/3 των αποθεμάτων –με εξαιρετικά καταστροφικά βέβαια αποτελέσματα για το περιβάλλον, λόγω των ειδικών μεθόδων που απαιτούνται για τη μετάλλευσή τους. Η Κίνα έχει επίσης ηγετική θέση παγκοσμίως στο απαραίτητο για την παραγωγή μπαταριών Κοβάλτιο.
Το μονοπώλιο αυτό είναι στρατηγικής σημασίας, λόγω της φύσης των βιομηχανικών εφαρμογών που απαιτούν χρήση των σπάνιων γαιών. Πράγματι οι τελευταίες χρησιμοποιούνται σχεδόν σε όλες τις λεγόμενες "νέες τεχνολογίες”: ηλεκτρικούς κινητήρες (π.χ. για αυτοκίνητα), γεννήτριες (ειδικά στις ανεμογεννήτριες που δεν θα υπήρχαν χωρίς αυτές), μπαταρίες, ηλιακά, μικρόφωνα και ηχεία, κινητά τηλέφωνα, καταλύτες για τα διυλιστήρια και τη χημική βιομηχανία, πυραύλους, νέα υλικά και γενικά οτιδήποτε είναι "φιλικό” είτε στο περιβάλλον είτε... στις βιομηχανίες οπλικών συστημάτων.
Ο στρατηγικός χαρακτήρας των μεταλλευμάτων έχει χρησιμοποιηθεί από την Κίνα για τη μεταφορά της παγκόσμιας βιομηχανίας στο έδαφός της. Για παράδειγμα, με πρόσχημα περιβαλλοντικούς λόγους, η χώρα περιορίζει την ποσότητα μεταλλεύματος που μπορεί να εξαχθεί, αλλά όχι τις ποσότητες τελικών προϊόντων. Το αποτέλεσμα είναι λ.χ. η General Motors να έχει μεταφέρει το σύνολο της σχετιζόμενης με μαγνήτες ερευνητικής και παραγωγικής της βάσης σε κινεζικό έδαφος. Οι περιορισμοί αυτοί αποτελούν πηγή συνεχών εντάσεων με τις ΗΠΑ και την ΕΕ – και φυσικά και τον Οργανισμό Παγκόσμιου Εμπορίου, στον οποίο η Κίνα έχει στο παρελθόν χάσει τις αμερικανικές προσφυγές.
Παρόλα αυτά, για όσο διάστημα η παραγωγή σε άλλες χώρες ή στα πολλά υποσχόμενα βάθη του ωκεανού δεν μπορεί για τεχνικούς ή οικονομικούς λόγους να ξεκινήσει, οι τριβές και οι εντάσεις αυτές πολύ λίγη επίδραση έχουν στην Κίνα, η οποία δεν διστάζει να χρησιμοποιεί τα αποθέματά της σύμφωνα με την έκφραση του Ντεγκ Χσιάοπινγκ ήδη από την δεκαετία του ’80, "όπως η Μέση Ανατολή το πετρέλαιο [...] ως ένα στρατηγικής σημασίας πλεονέκτημα”.
Έτσι συνέβη λ.χ. στη διάρκεια της κρίσης των νησίδων Σενκάκου (στα ιαπωνικά) ή Ντιάογιου (στα κινεζικά). Οι νησίδες αυτές της Ανατολικής Σινικής Θάλασσας, υπό Ιαπωνικό έλεγχο μεταπολεμικά, διεκδικούνται και από την Κίνα. Το 2010 η ιαπωνική ακτοφυλακή συνέλαβε το πλήρωμα ενός κινεζικού αλιευτικού στη διαφιλονικούμενη περιοχή. Το Πεκίνο αντέδρασε με ιδιαίτερη ένταση και οργή, χωρίς όμως η ιαπωνική πλευρά να υποχωρήσει -μέχρι που η Κίνα απείλησε με εμπάργκο σπάνιων γαιών, οπότε το πλήρωμα απελευθερώθηκε αυθημερόν και χωρίς απαγγελία κατηγοριών. Το γεγονός ότι οι σπάνιες γαίες αποτελούν πρώτη ύλη για τις περισσότερες διεθνώς ανταγωνιστικές ιαπωνικές βιομηχανίες (υβριδικά οχήματα, ηλιακά, μπαταρίες κλπ) μάλλον έπαιξε κάποιον ρόλο - ερμηνεία πάντως που η ιαπωνική κυβέρνηση δεν παρέλειψε να αρνηθεί σθεναρώς.
Οι πρόσφατες απειλές της Κίνας για εμπάργκο έναντι των ΗΠΑ είναι οπωσδήποτε ιδιαίτερα σοβαρές. Ο ίδιος ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ επισκέφτηκε προσωπικά εργοστάσιο επεξεργασίας σπάνιων γαιών, αφήνοντας να μιλήσουν οι πράξεις του. Αλλά και η Λαϊκή Ημερησία, όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας, έκλεισε σχετικό πρόσφατο κύριο άρθρο με το ιδιαίτερα απειλητικό "Μην υποτιμήσετε την ικανότητα της Κίνας να πολεμήσει - Μην πείτε ότι δεν σας προειδοποιήσαμε” (έκφραση που χρησιμοποιήθηκε πριν από τον σύντομη ένοπλη σύρραξη την Ινδία το 1963 και το 1978 πριν από τον πόλεμο με το Βιετνάμ).
Εντούτοις μπορεί κανείς να σχετικοποιήσει (αλλά όχι να μηδενίσει) την αποτελεσματικότητά των προειδοποιήσεων αυτών, για διάφορους λόγους. Ο πρώτος είναι ότι, αν και οι ΗΠΑ εισάγουν από την Κίνα το 80% των σπάνιων γαιών που χρησιμοποιούν, αυτές είναι κυρίως σε μορφή βιομηχανικού προϊόντος, το οποίο έχει φυσικά παραχθεί στην Κίνα (λχ μαγνήτες της General Motors, πόλοι μπαταρίας της Panasonic - ενδιάμεσα προϊόντα και τα δύο που μπορούν να χρησιμοποιηθούν λ.χ. σε ένα Tesla). Και αυτό διότι η βιομηχανική υποδομή των ΗΠΑ στον συγκεκριμένο τομέα έχει προ πολλού μετακομίσει εξολοκλήρου σε εξωχώριες εγκαταστάσεις, κατά βάση στην... Κίνα.
Είναι πολύ δύσκολο να φανταστούμε ένα επιχείρημα (βασισμένο ενδεχομένως σε λόγους εθνικής ασφαλείας) που θα απαγορεύσει σε κινεζικές επιχειρήσεις να εξάγουν τελικά προϊόντα με σπάνιες γαίες στις ΗΠΑ, γιατί αυτό θα περιλάμβανε την πλειονότητα των βιομηχανικών προϊόντων υψηλής τεχνολογίας που εξάγει η χώρα. Εάν πάλι μιλάμε απλώς για ακατέργαστες σπάνιες γαίες, η ζημιά για τις ΗΠΑ θα είναι μάλλον διαχειρίσιμη.
Ένας δεύτερος λόγος είναι το γεγονός ότι η Κίνα έχει ήδη προϊστορία με τους περιορισμούς στις εξαγωγές σπάνιων γαιών και έχει ήδη χάσει τις σχετικές προσφυγές στον ΠΟΕ, στον οποίο φυσικά η ίδια θέλει να συνεχίσει να συμμετέχει - επομένως τα περιθώρια ελιγμών της είναι και εκεί σχετικά περιορισμένα. Μπορεί το τι επιτρέπεται και τι όχι στον ΠΟΕ να το καθορίζουν μάλλον οι ΗΠΑ παρά η Κίνα, και επομένως η τελευταία να αισθάνεται αδικημένη, όμως θα είναι επίσης όλο και πιο δύσκολο να αντιμετωπίζει συνεχώς τη δυσαρέσκεια της Ε.Ε. και της Ιαπωνίας, οι οποίες φυσικά δεν θα χάσουν την ευκαιρία να συνταχθούν με τις ΗΠΑ στο ζήτημα αυτό.
Τέλος, ένας τρίτος, πιο μακροπρόθεσμος αυτός, λόγος, είναι ότι η παραγωγή σπάνιων γαιών σε άλλες περιοχές έχει ξεκινήσει. Δεν είναι μόνο η Αυστραλία, δεύτερος (αν και με απόσταση) παραγωγός του κόσμου, αλλά και η Βραζιλία, η Ρωσία, κ.ά. Οι ίδιες οι ΗΠΑ επιταχύνουν τη λειτουργία των δικών τους ορυχείων στην Καλιφόρνια, που μέχρι τη δεκαετία του '70 ήταν τα σημαντικότερα του κόσμου – αν και βέβαια σήμερα η παραγωγή τους, επειδή η σχετική τεχνολογία δεν υπάρχει στις ΗΠΑ, διοχετεύεται εξολοκλήρου για επεξεργασία στην Κίνα. Να σημειώσουμε επίσης ότι η Γεωλογική Υπηρεσία του στρατού των ΗΠΑ έχει κάνει εκτίμηση για σημαντικότατα κοιτάσματα στο Αφγανιστάν, κάτι που παίζει κάποιο ρόλο στην παραμονή στρατευμάτων στην χώρα αυτή.
Φυσικά, ο τρίτος αυτός λόγος δεν θα παίξει ρόλο στην άμεση συγκυρία, απλώς οι αποφάσεις της Κίνας και η εξέλιξη του εμπορικού πολέμου μπορεί να επιταχύνουν τις (δύσκολο να προβλεφθούν) εξελίξεις. Και η δυσκολία δεν συνίσταται μόνο στο κατά πόσον αυτό αποτελεί το δυνατό χαρτί της Κίνας: αν η τελευταία είχε μόνο τις σπάνιες γαίες ως διαπραγματευτικό ατού, θα ήταν βέβαιο ότι θα έχανε για τους προαναφερθέντες λόγους. Όμως στον εν λόγω πόλεμο υπεισέρχονται παράγοντες όπως η μάλλον θολή στρατηγική της αμερικανικής κυβέρνησης η οποία θα ήθελε μεν να επαναπατρίσει μέρος της παραγωγικής βάσης, μόνο που αυτό διαταράσσει τις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες, πλήττοντας και επιχειρήσεις επί αμερικανικού εδάφους και επιπλέον αντιβαίνει στα συμφέροντα των βιομηχανιών οι οποίες αυτοβούλως μετακόμισαν στην Κίνα. (Οι κατηγορίες περί κλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας και κινεζικού εκβιασμού για μεταφορά της παραγωγής κτλ., αν και αληθείς, είναι πάντως κάπως παράδοξες: αν οι βιομηχανίες έκριναν ότι δεν θα έβγαζαν κέρδος από αυτή τη διαδικασία, δεν θα πήγαιναν στην Κίνα.)
Η σχετική αδυναμία της αμερικανικής κυβέρνησης φαίνεται λ.χ. από το γεγονός ότι το εμπάργκο κατά της "επικίνδυνης για την ασφάλεια των ΗΠΑ” Huawei έχει ήδη μετακινηθεί πίσω κατά 90 μέρες, και ίσως δοθεί κι άλλη παράταση, αφού το εν λόγω μέτρο πλήττει εταιρίες όπως οι Qualcomm, Broadcom και Google, άρα είναι κάπως δύσκολο να εφαρμοστεί άμεσα.
Αλλά υπάρχει κι ένα άλλο κάπως απρόσμενο αποτέλεσμα: το κινεζικό εμπάργκο θα αύξανε τις τιμές των σπάνιων γαιών στη Δύση. Η εκτίναξη των μετοχών των σχετικών εταιρειών όχι μόνο στη Σανγκάη αλλά και στο Χονγκ Κονγκ έχει τροφοδοτήσει ένα γαϊτανάκι φημών για αμερικανικές επενδύσεις στον συγκεκριμένο τομέα, φυσικά επί κινεζικού εδάφους, οι οποίες θα αξιοποιούσαν την άνοδο των τιμών, χωρίς παράλληλη αύξηση των εξόδων παραγωγής.
Μακροπρόθεσμα, οι δασμοί και οι απαγορεύσεις προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, απλώς επιταχύνουν τον στόχο της Κίνας να καταστεί μέχρι το 2025 παγκόσμια δύναμη σε όλες τις τεχνολογίες αιχμής (σε αρκετές από τις οποίες αυτή τη στιγμή χωλαίνει), δεδομένου ότι θα υποχρεωθεί να αναπτύξει εκ των ενόντων και επειγόντως τις αντίστοιχες παραγωγικές διαδικασίες. Τέλος, η επιβαλλόμενη από τις ΗΠΑ πολιτική δασμών, ακριβαίνει τα εισαγόμενα προϊόντα για αυτόν τον κινητήρα της παγκόσμιας ανάπτυξης που είναι ο Αμερικάνος καταναλωτής (προφανώς δυσαρεστώντας τον) και ταυτόχρονα πλήττει τις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων, ακριβώς από τις περιοχές που ο πρόεδρος Τραμπ έχει το εκλογικό του ακροατήριο.
Αλλά και από την κινεζική πλευρά, αν και είναι καθαρό ότι ο εμπορικός πόλεμος λειτουργεί ως ενισχυτικό εθνικιστικής συσπείρωσης γύρω από την κυβέρνηση (οι πατριωτικές αναφορές στον πόλεμο της Κορέας, που δεν κερδήθηκε από τις ΗΠΑ λόγω της εισόδου της Κίνας σε αυτόν, έχουν αυξηθεί σημαντικά τελευταία στην χώρα), εντούτοις υπάρχουν και από εκεί όρια που δεν γίνεται να ξεπεραστούν. Διότι δεν είναι οι πρώτες ύλες το κύριο χαρακτηριστικό της κινεζικής ανόδου, αλλά τα τελικά προϊόντα και δη τα καταναλωτικά. Κύριος πελάτης είναι οι ΗΠΑ, άρα είναι περιορισμένα τα "πυρομαχικά” της Κίνας στον πόλεμο αυτό: η Αμερική, αντιθέτως, έχει άφθονα όπλα στα χέρια της. Ποιος θα κερδίσει;
Ο Μάο είχε γράψει ολόκληρο βιβλίο για τον παρατεταμένο πόλεμο και τα τρία του στάδια. Σε αυτό μάλιστα ανάφερε και την κινέζικη παροιμία: "μην ξυπνάς τον τίγρη, αν δεν κρατάς μακρύ ραβδί”. Μένει να δούμε ποιος είναι ο καλύτερος μαθητής του, το Πεκίνο ή η Ουάσιγκτον. Ή αλλιώς, μένει να δούμε ποιος κρατά το μακρύτερο ραβδί...
* Ο κ. Δημήτρης Λένης είναι αστροφυσικός