Της Ελευθερίας Κούρταλη
Αν και αυτή τη στιγμή ο πληθωρισμός και η κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής βρίσκονται στο άμεσο επίκεντρο και αποτελούν τους μεγαλύτερους κινδύνους για την οικονομία και τις αγορές, η Ευρωζώνη και οι δημοσιονομικές αρχές της περιοχής θα μπορούσαν εύκολα να μετατρέψουν τον θρίαμβο σε τραγωδία τα επόμενα χρόνια, όπως σημειώνει η HSBC. Οι χώρες της Ευρωζώνης παρείχαν τεράστια δημοσιονομική στήριξη στις οικονομίες τους και, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, δεν υπάρχουν ακόμη ενδείξεις ότι θα αποσύρουν την υποστήριξή τους. Αν και ευπρόσδεκτη για τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές, η έλλειψη σταθερών σχεδίων για την τοποθέτηση του χρέους σε μια βιώσιμη τροχιά ενέχει κινδύνους, όπως προειδοποιεί.
Η περίοδος ανακοίνωσης των προϋπολογισμών για το 2022 μόλις ξεκίνησε. Μέχρι στιγμής, οι χώρες μειώνουν τις προβλέψεις τους για το έλλειμμα του 2021 σε σχέση με αυτές που είχαν κάνει την περασμένη άνοιξη, σε μεγάλο βαθμό χάρη στην ισχυρότερη από την αναμενόμενη ανάπτυξη. Οι καλύτερες δημοσιονομικές επιδόσεις φέτος θα βελτιώσουν την αφετηρία για τα ελλείμματα του 2022, ωστόσο οι περισσότερες χώρες της ευρωζώνης φαίνεται να ξοδεύουν τα κέρδη αντί να τα χρησιμοποιούν για να μειώσουν περαιτέρω τα ελλείμματα στο μέλλον. Έτσι, οι προβλέψεις της HSBC για τα ελλείμματα του 2022 έχουν αλλάξει ελάχιστα, εκτιμώντας πως στην ευρωζώνη θα διαμορφωθεί στο 4,2% του ΑΕΠ (από 4,0% πριν από τρεις μήνες).
Χθες η HSBC έδωσε τις νέες της προβλέψεις για την Ελλάδα όπου σημείωσε πως μέχρι στιγμής φέτος, παρά την ισχυρή ανάκαμψη, το έλλειμμα ήταν 2% υψηλότερο από πέρυσι (5,2% του ΑΕΠ τον Ιανουάριο-Ιούνιο, από 3,2%) λόγω των υψηλότερων δαπανών. Αυτό αντανακλά εν μέρει τα μέτρα ανακούφισης από τις πυρκαγιές (0,3% του ΑΕΠ) και την περαιτέρω δημοσιονομική χαλάρωση που ανακοινώθηκε στις αρχές Σεπτεμβρίου. Έτσι εκτιμά πως φέτος το έλλειμμα θα ανέλθει στο 10,5% του ΑΕΠ το 2021, στα ίδια επίπεδα που προέβλεπε πριν, και στο 6,5% το επόμενο έτος (από 5,3% πριν), ενώ προειδοποίησε πως εάν το έλλειμμα παραμείνει μόνιμα υψηλότερο από ό,τι πριν από την κρίση, αυτό θα μπορούσε να απαιτήσει ορισμένα μέτρα εξυγίανσης για την επίτευξη των μεταμνημονιακών στόχων.
Στο 1% του ΑΕΠ η δημοσιονομική τόνωση το 2022
Επιστρέφοντας στην ευρωζώνη συνολικά, η HSBC επισημαίνει πως όλα τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η δημοσιονομική ώθηση το 2022 είναι περίπου 0,5% του ΑΕΠ μεγαλύτερη από ό,τι εκτιμούσε προηγουμένως. Επιπλέον, οι "επιχορηγήσεις" του Ταμείου Ανάκαμψης θα αυξηθούν το επόμενο έτος. Αυτά δεν υπολογίζονται στα ελλείμματα καθώς βρίσκονται πάνω από τους εγχώριους προϋπολογισμούς. Ωστόσο, ο συνυπολογισμός της οικονομικής ώθησης που παρέχουν θα οδηγήσει το σύνολο της δημοσιονομικής τόνωσης σε περίπου 1% του ΑΕΠ το 2022, με τα εναπομείναντα έκτακτα μέτρα στήριξης να αποσύρονται πλήρως το επόμενο έτος.
Η HSBC εκτιμά πως η πιθανότητα για μεγαλύτερες δημοσιονομικές παροχές είναι υψηλή. Αυτό θα μπορούσε να προέλθει από συμπληρωματικούς εγχώριους προϋπολογισμούς (για παράδειγμα, το γαλλικό σχέδιο προϋπολογισμού δεν φαίνεται να περιλαμβάνει μέτρα που η κυβέρνηση έχει ήδη δεσμευτεί να ανακοινώσει αργότερα μέσα στο έτος) ή την ταχύτερη από την αναμενόμενη εφαρμογή του NGEU, όπου χρησιμοποιούνται αρκετά επιφυλακτικές παραδοχές.
Ένας πιθανός κίνδυνος για τη δημοσιονομική στήριξη είναι ωστόσο η πιθανότητα οι δημοσιονομικοί κανόνες της ΕΕ να επανεισαχθούν την επόμενη άνοιξη (ώστε να μπορούν να εφαρμοστούν στους προϋπολογισμούς του 2023). Η βρετανική τράπεζα ωστόσο αμφιβάλλει ότι αυτό θα συμβεί λόγω και των εκλογών για τη γαλλική προεδρία στο α’ εξάμηνο του 2022, ενώ αναμένεται επίσης να υπάρξουν αντιδράσεις από αρκετές χώρες, ιδιαίτερα από εκείνες όπου η παραγωγή θα κινείται ακόμα κάτω από τα επίπεδα προ πανδημίας.
Επιπλέον, με βάση τα πολυετή δημοσιονομικά σχέδια που υποβλήθηκαν στις Βρυξέλλες την άνοιξη, κάθε προγραμματισμένη δημοσιονομική εξυγίανση στην ευρωζώνη αναβλήθηκε το νωρίτερο έως το 2024. Δεδομένου του εκλογικού κύκλου (Γαλλία το 2022, Ιταλία την άνοιξη του 2023 και Ισπανία έως το τέλος του 2023), αυτό δεν αναμένεται να αλλάξει. Αυτό σημαίνει πως θα υπάρξει μια γενικά ουδέτερη εγχώρια δημοσιονομική πολιτική το 2023. Χάρη όμως στις επιχορηγήσεις του NGEU, η συνολική δημοσιονομική στάση θα παραμείνει ελαφρώς επεκτατική.
Τα προβλήματα του χρέους μπορεί να επανέλθουν
Με σχεδόν καθόλου σχέδια εξυγίανσης στο "τραπέζι"" των χωρών της ευρωζώνης, η HSBC αναμένει ότι θα εξέλθουν από την πανδημία με πολύ υψηλότερα διαρθρωτικά ελλείμματα. Όμως, και που είναι ζωτικής σημασίας για τη σταθεροποίηση του χρέους, θα έχουν επίσης υψηλότερα διαρθρωτικά πρωτογενή ελλείμματα. Έτσι, παρόλο που το κόστος δανεισμού έχει μειωθεί, ενδέχεται να είναι δύσκολο για τις χώρες να σταθεροποιήσουν τους δείκτες χρέους προς ΑΕΠ.
Ο συνδυασμός υψηλότερων επιπέδων χρέους και ελλειμμάτων θα μπορούσε να αφήσει πολλές χώρες της περιοχής εκτεθειμένες σε μελλοντικά δημοσιονομικά σοκ, όπως επισημαίνει η βρετανική τράπεζα, προσθέτοντας πως παράλληλα θα μπορούσε επίσης να ασκηθεί πίεση στα κόστη χρηματοδότησης, ιδιαίτερα όταν η ΕΚΤ αρχίσει να σηματοδοτεί το tapering.
Ο κίνδυνος να μετατραπεί ο θρίαμβος σε τραγωδία
Έτσι, όπως καταλήγει η HSBC, ενώ οι προοπτικές παραμένουν αβέβαιες, η ανάκαμψη στο σύνολο της Ευρώπης παραμένει σε καλό δρόμο και ήταν εξαιρετικά γρήγορη, σε σχέση με το πρόγραμμα εμβολιασμών. Για τους φορείς χάραξης οικονομικής πολιτικής, η αντιμετώπιση των κινδύνων που θέτει ο πληθωρισμός είναι σίγουρα η επόμενη μεγάλη πρόκληση.
Ο αυξανόμενος πληθωρισμός είναι από μόνος του ένας θρίαμβος της οικονομικής θεωρίας. Τα τεράστια μέτρα στήριξης και η απότομη άνοδος της ζήτησης μετά τα lockdowns σε σύγκριση με την ανάκαμψη της προσφοράς, οδήγησε σε αύξηση των τιμών. Μεγάλο μέρος του τρέχοντος πληθωρισμού θα πρέπει να είναι προσωρινό, αλλά οι κίνδυνοι είναι σαφείς. Οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να είναι σε εγρήγορση. Και ακόμη κι αν οι πληθωριστικοί κίνδυνοι υποχωρήσουν χωρίς σημαντική νομισματική σύσφιξη, οι δημοσιονομικές αρχές εξακολουθούν να χρειάζονται σχέδια για τη μείωση των μεγάλων διαρθρωτικών ελλειμμάτων και τη διασφάλιση ότι το δημόσιο χρέος βρίσκεται σε βιώσιμο δρόμο. Η οικονομική θεωρία κατάφερε να αντιμετωπίσει τις άμεσες επιπτώσεις της πανδημίας. Τώρα πρέπει να διασφαλίσει ότι μπορεί να ανταποκριθεί στις συνεχείς προκλήσεις της COVID-19 και τις συνέπειές τους με την ίδια επιτυχία.