Νέα στοιχεία για το εμβόλιο της Pfizer/BioNTech δίνουν μελέτες από την Ελλάδα, το Ισραήλ και το Κατάρ για την ανοσία που προσφέρει έναντι του κορωνοϊού.
Η Θεραπευτική Κλινική της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, από την αρχή του εμβολιασμού του ελληνικού πληθυσμού, ξεκίνησε εκτενή προοπτική μελέτη καταγραφής της ανοσολογικής απόκρισης στον εμβολιασμό έναντι του SARS-CoV-2.
Συγκεκριμένα σκοπός της προοπτικής μελέτης NCT04743388 που γίνεται στο νοσοκομείο «Αλεξάνδρα» είναι η εκτίμηση της κινητικής των αντισωμάτων έναντι του RBD της πρωτεΐνης Spike (S-RBD) και των εξουδετερωτικών αντισωμάτων (NAbs) έναντι του ιού SARS-CoV-2 σε υγειονομικούς, ενήλικες από 50 έως 80 ετών, και ασθενείς με νεοπλασματικές παθήσεις μετά τον εμβολιασμό τους με το εμβόλιο mRNA BNT162b2 (ComirnatyTM) των Pfizer/BioNTech.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Συναγερμός στον Ειρηνικό: Αμερικανικό πυρηνικό υποβρύχιο συγκρούστηκε με «άγνωστο» αντικείμενο
Συναγερμός στον Ειρηνικό: Αμερικανικό πυρηνικό υποβρύχιο συγκρούστηκε με «άγνωστο» αντικείμενο
Πύργος: Ένα βάζο με χρυσές λίρες κατέληξε στα... σκουπίδια
Πύργος: Ένα βάζο με χρυσές λίρες κατέληξε στα... σκουπίδια
Τα αντισώματα προσδιορίστηκαν τις ημέρες 1 (D1, πριν την πρώτη δόση του εμβολίου), D8, D22 (πριν τη δεύτερη δόση του εμβολίου), D36 (δυο εβδομάδες μετά τη δεύτερη δόση), D50 (τέσσερις εβδομάδες μετά τη δεύτερη δόση) 3 και 6 μήνες μετά τη δεύτερη δόση, με μεθόδους εγκεκριμένες από τον FDA.
Τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα αφορούν άνω των 3.500 υγιών και ασθενών που μετέχουν στη μελέτη και έχουν δημοσιευτεί με τη μορφή άνω των 20 άρθρων σε έγκριτα διεθνή περιοδικά. Οι κύριοι συντελεστές της μελέτης, καθηγητές του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Ευάγγελος Τέρπος, Ιωάννης Τρουγκάκος και Θάνος Δημόπουλος (πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα μέχρι σήμερα αποτελέσματα:
Στους υγιείς συμπατριώτες μας οι τιμές των εξουδετερωτικών αντισωμάτων (NΑbs) παρουσίασαν σημαντική αύξηση την D22 και έφτασαν τη μέγιστη τιμή τους μετά τη δεύτερη δόση (D36), παρουσιάζοντας ένα ρυθμό αύξησης 3% την ημέρα και φθάνοντας μια διάμεση τιμή 97,2% εξουδετέρωσης του ιού την ημέρα 36, δηλ δύο εβδομάδες μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου. Οι τιμές των NAbs παρέμειναν υψηλές την D50 (διάμεση τιμή εξουδετέρωσης ≥95%) όπως και 3 μήνες μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου (διάμεση τιμή εξουδετέρωσης 92,7%).
Όσον αφορά τα αποτελέσματα του 6μήνου μετά τον πλήρη εμβολιασμό η διάμεση τιμή εξουδετερωτικών αντισωμάτων ήταν 81%. Στους 3 μήνες δεν υπήρχε κανείς με τιμές εξουδετερωτικών αντισωμάτων κάτω από το όριο θετικότητος του 30%, ενώ 6 μήνες μετά τον πλήρη εμβολιασμό μόνο το 2,59% (8 άτομα) είχε τιμές αντισωμάτων κάτω από 30% και 12% είχε τιμές κάτω του 50%.
Σε όλες τις χρονικές στιγμές των μετρήσεων, η μείωση του τίτλου των αντισωμάτων ήταν μεγαλύτερη τάξης μεγέθους στα άτομα ηλικίας άνω των 80 ετών σε σχέση με τα άτομα 51-70 ετών και αυτών ήταν μεγαλύτερη συγκριτικά με τα άτομα ηλικίας 20-50 ετών.
Με βάση τα παραπάνω οι υγιείς συμπολίτες μας δεν χρειάζεται να κάνουν εξετάσεις αντισωμάτων, καθώς η πιθανότητα να μην έχουν αναπτύξει υψηλούς τίτλους είναι σχεδόν μηδενική.
Με βάση προγνωστικά μοντέλα, τα αντισώματα από τον εμβολιασμό θα κρατήσουν για τουλάχιστον ένα έτος. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι οι εμβολιασθέντες αναπτύσσουν τίτλους εξουδετερωτικών αντισωμάτων πολύ υψηλότερους ακόμη και από όσους νόσησαν από COVID-19 και χρειάστηκαν νοσηλεία, ενώ ο ρυθμός πτώσης τους είναι μικρός.
Όσοι νόσησαν από COVID-19 και εμβολιάσθηκαν ανέπτυξαν αντισώματα έναντι του κορωνοϊού πολύ γρήγορα (εντός μιας εβδομάδας από τον εμβολιασμό) και συνεπώς μια δόση του εμβολίου είναι αρκετή για όσους εκτέθηκαν στον ιό πριν τον εμβολιασμό.
Η παραγωγή αντισωμάτων σε ασθενείς με αιματολογικές κακοήθειες, όπως πολλαπλούν μυέλωμα, λεμφώματα και χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία είναι χαμηλή και το 40% των ασθενών με τα παραπάνω νοσήματα δεν αναπτύσσουν εξουδετερωτικά αντισώματα. Τα νοσήματα αυτά, από τη φύση τους, συνοδεύονται από σοβαρή ανοσοκαταστολή, ενώ και οι θεραπείες που χορηγούνται επηρεάζουν σημαντικά την χυμική ανοσολογική ανταπόκριση, δηλαδή την παραγωγή αντισωμάτων. Ιδιαίτερα, αυτοί που λαμβάνουν θεραπεία με μονοκλωνικά αντισώματα που στοχεύουν το CD20 (rituximab, obinutuzumab), το CD38 (daratumumab, isatuximab) και το BCMA (belantamab mafodotin), αναπτύσσουν εξουδετερωτικά αντισώματα μετά τον εμβολιασμό σε μικρά ποσοστά (μεταξύ 20%-40%).
Aντίθετα, οι περισσότεροι ασθενείς με λέμφωμα Hodgkin και συστηματική αμυλοείδωση αναπτύσσουν αντισώματα σε ποσοστά παρόμοια με τους υγιείς ανθρώπους.
Οι ασθενείς με συμπαγή νεοπλάσματα αναπτύσσουν εξουδετερωτικά αντισώματα σε υψηλά ποσοστά, άνω του 80%, ανεξάρτητα από τη λήψη αντινεοπλασματικής αγωγής.
Μόνο οι μισοί ασθενείς που υποβλήθηκαν σε αυτόλογη μεταμόσχευση μυελού των οστών αναπτύσσουν αντισώματα αν η μεταμόσχευση έγινε μέχρι 6 μήνες πριν τον εμβολιασμό.
Η μελέτη της Θεραπευτικής Κλινικής του ΕΚΠΑ θα συνεχιστεί με τη μελέτη όλων των εμβολίων και την αποτελεσματικότητά τους μέχρι και 18 μήνες μετά τη πρώτη δόση τους, ενώ θα περιλάβει και τα άτομα που θα λάβουν και την τρίτη αναμνηστική δόση.
Τι δείχνουν μελέτες από Ισραήλ και Κατάρ
Δύο νέες επιστημονικές μελέτες από το Ισραήλ και το Κατάρ δείχνουν ότι η ανοσία έναντι της Covid-19 μετά από δύο δόσεις του εμβολίου των Pfizer/BioNTech αρχίζει να μειώνεται μετά από περίπου δύο μήνες όσον αφορά την πιθανότητα μόλυνσης από τον κορωνοϊό.
Ωστόσο, το εμβόλιο παραμένει για τουλάχιστον ένα εξάμηνο άκρως αποτελεσματικό έναντι του κινδύνου νοσηλείας, βαριάς νόσου και θανάτου.
Πάντως, οι νέες έρευνες, οι οποίες δημοσιεύθηκαν στο έγκριτο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό «New England Journal of Medicine», σύμφωνα με το CNNi, φαίνεται να ενισχύουν την άποψη ότι ακόμη και οι πλήρως εμβολιασμένοι θα πρέπει να συνεχίσουν να λαμβάνουν μέτρα προφύλαξης έναντι του κορωνοϊού.
Η ισραηλινή μελέτη βρήκε ότι τα επίπεδα εξουδετερωτικών αντισωμάτων σε 4.868 υγειονομικούς στο Ιατρικό Κέντρο Sheba εμφάνιζαν ταχεία μείωση τους πρώτους τρεις μήνες από τη δεύτερη δόση (και με πιο αργό ρυθμό στη συνέχεια), ιδίως σε άνδρες, στους άνω των 65 ετών και σε άτομα με ανοσοκαταστολή. Έξι μήνες μετά τη δεύτερη δόση, οι τίτλοι εξουδετερωτικών αντισωμάτων ήταν σημαντικά χαμηλότεροι στους άνδρες από ό,τι στις γυναίκες, στους άνω των 65 από ό,τι στους 18 έως 45 ετών, καθώς και σε εκείνους με ανεπαρκές ανοσοποιητικό σύστημα.
Επίσης, διαπιστώθηκε ότι η ανοσία διαρκεί περισσότερο στους εμβολιασμένους από ό,τι σε εκείνους που έχουν φυσική ανοσία μετά από λοίμωξη Covid-19. Η ανοσία είναι ακόμη ισχυρότερη σε όσους ανάρρωσαν και αργότερα εμβολιάστηκαν, επίσης.
Η δεύτερη έρευνα από το Κατάρ βρήκε ότι η προστασία του εμβολίου έναντι της πιθανότητας οποιασδήποτε λοίμωξης Covid-19 ανεβαίνει γρήγορα μετά την πρώτη δόση και κορυφώνεται στο 77,5% τον πρώτο μήνα μετά τη δεύτερη δόση, ενώ στη συνέχεια σταδιακά εξασθενεί. Σύμφωνα με τους ερευνητές, η εξασθένηση φαίνεται να επιταχύνεται τον τέταρτο μήνα και να πέφτει έως το 20% μετά από πέντε έως επτά μήνες.
Η αποτελεσματικότητα είναι μεγαλύτερη έναντι της συμπτωματικής λοίμωξης από ό,τι έναντι της ασυμπτωματικής, αλλά η εξασθένηση της προστασίας συμβαίνει και στις δύο περιπτώσεις. Από την άλλη, όμως, η προστασία έναντι του κινδύνου βαριάς νόσου, νοσηλείας και θανάτου αυξάνεται γρήγορα και φθάνει το 96% ή και περισσότερο τους πρώτους δύο μήνες μετά τη δεύτερη δόση, παραμένοντας σε αυτό το υψηλό επίπεδο για τουλάχιστον έξι μήνες.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι η μειούμενη προστασία του εμβολίου έναντι της πιθανότητας μόλυνσης από τον ιό εν μέρει οφείλεται στην αλλαγή της συμπεριφοράς των πλήρως εμβολιασμένων, οι οποίοι συνήθως έχουν περισσότερες κοινωνικές επαφές σε σχέση με τους ανεμβολίαστους και τηρούν πλέον λιγότερα μέτρα προφύλαξης. «Αυτή η συμπεριφορά μπορεί να μειώσει την αποτελεσματικότητα του εμβολίου στις πραγματικές συνθήκες, σε σύγκριση με τη βιολογική αποτελεσματικότητά του, κάτι που πιθανώς εξηγεί την εξασθένηση της προστασίας του», σύμφωνα με τους ερευνητές.
Οι μολύνσεις εμβολιασμένων είναι γνωστές με τη διεθνή ορολογία «breakthrough» και, όπως έχουν δείξει άλλες μελέτες από το Ισραήλ, τις ΗΠΑ και άλλες χώρες, αυτές οι λοιμώξεις τείνουν να αυξηθούν με το πέρασμα του χρόνου, χωρίς αυτό, πάντως, να σημαίνει ότι ο ίδιος ο εμβολιασμένος αρρωσταίνει, αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα να μεταδώσει τον ιό σε άλλους. Οι ερευνητές από το Κατάρ εκτίμησαν ότι «αυτά τα ευρήματα δείχνουν πως ένα μεγάλο ποσοστό του εμβολιασμένου πληθυσμού μπορεί να χάσει την προστασία του έναντι λοίμωξης μέσα στους επόμενους μήνες, κάτι που ίσως αυξήσει τις πιθανότητες για νέα επιδημικά κύματα».
Η Pfizer έχει ανακοινώσει ότι η ανοσία από τις δύο δόσεις του εμβολίου της αρχίζει να εξασθενεί μετά από λίγους μήνες και θεωρεί ότι αυτό δικαιολογεί τη χορήγηση ενισχυτικής τρίτης δόσης. Προς το παρόν, η τάση διεθνώς είναι αυτό να γίνει -τουλάχιστον σε πρώτη φάση- σε ευπαθείς ομάδες και ηλικιωμένους.