Της Ελευθερίας Κούρταλη
Σε νέα ανοδική αναθεώρηση των εκτιμήσεών της για την ανάπτυξη της Ελλάδας το 2021 προχώρησε η Scope Ratings, στο πλαίσιο της καθιερωμένης έκθεσης ελέγχου αξιολόγησης (monitoring review) στην οποία προχωρά ο οίκος κάθε έξι με 12 μήνες και η οποία δεν αποτελεί έκθεση αξιολόγησης.
Πλέον ο οίκος εκτιμά ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα σημειώσει αύξηση της τάξης του 9,3% το 2021 από 8,9% που είχε εκτιμήσει πριν - και η οποία είναι η υψηλότερη εκτίμηση που έχουμε δει από οίκο. Για το 2022 η ανάπτυξη εκτιμάται να βρεθεί στο 4,4% και το 2023 στο 2,5%, ενώ αναθεωρούνται παράλληλα προς τα κάτω οι εκτιμήσεις για το δημόσιο χρέος και το έλλειμμα. Ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα μειωθεί στο 198,7% στο τέλος του 2021 (από 199,1% που προέβλεπε πριν) και στο 192,2% στο τέλος του 2022 και ελαφρώς κάτω από το 180% έως το 2026.
Το έλλειμα τοποθετείται στο 9,5% το 2021 και στο 4,8% το 2022, με τα πρωτογενή πλεονάσματα να επιστρέφουν το 2023-2026.
Όπως σημειώνει η Scope Ratings, oι μακροπρόθεσμες αξιολογήσεις της Ελλάδας BB+/σταθερές προοπτικές ( και μία μόλις βαθμίδα κάτω από το investment grade) στηρίζονται από πολλαπλά πιστωτικά πλεονεκτήματα, τα εξής:
Πρώτον, η σημαντική ευρωπαϊκής θεσμική υποστήριξη από την κρίση της Covid-19, με τη μορφή υποστηρικτικών μέτρων νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Αυτά περιλαμβάνουν καινοτομίες στα προγράμματα αγορών περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ και προσωρινή χαλάρωση των απαιτήσεων του πλαισίου των collaterals, όπως τα waivers. Οι αγορές ομολόγων της ΕΚΤ υπό το PEPP θα διακοπούν από τα τέλη Μαρτίου 2022, ωστόσο, οι παρεμβάσεις στην αγορά στο πλαίσιο του συγκεκριμένου προγράμματος παρατάθηκαν μέσω της δυνατότητας επανέναρξης του PEPP ανά πάσα στιγμή ενώ ενισχύθηκε η ευελιξία του προγράμματος επαναγορών..
Η Scope σημειώνει ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ κατά τη συνεδρίαση του Φεβρουάριου πραγματοποίησε μία "στροφή" πολιτικής, αυξάνοντας την πιθανότητα ταχύτερης ομαλοποίησης της νομισματικής προσαρμογής. Ωστόσο, τα μέτρα της ΕΚΤ, μαζί με τη δημοσιονομική στήριξη της ΕΕ, μετά την έγκριση του Σχεδίου Ανάκαμψης, εδραιώνουν την πρόσβαση της χώρας στις αγορές, υποστηρίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους και δημιουργούν δημοσιονομικό χώρο για την ελληνική κυβέρνηση να δαπανά για δημόσιες επενδύσεις.
Όπως τονίζει ο οίκος, μπορεί η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου να ξεπέρασε το 2% λόγω των συμπερασμάτων της συνεδρίασης της ΕΚΤ, ωστόσο παραμένει σε μέτριο επίπεδο σε σχέση με την ιστορία. Αξίζει να σημειώσουμε πως σήμερα η απόδοσητου 10ετούς αγγίζει το 2,3% σημειώνοντας άνοδο κοντά στο 10% από τα επίπεδα της Παρασκευής.
Δεύτερον, το ενισχυμένο προφίλ του δημόσιου χρέους της Ελλάδας αποτελεί πιστωτικά θετικό καταλύτη, το οποίο προκύπτει από τα υποστηρικτικά μέτρα για το χρέος από τους πιστωτές της ευρωζώνης, τις ακόμη μέτριες παγκόσμιες συνθήκες επιτοκίων καθώς και την προληπτική διαχείριση του δημόσιου χρέους.
Τρίτον, η πολιτική διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που ακολουθεί η ελληνική κυβέρνησης περιόρισαν τους υψηλούς δείκτες NPLs και ενίσχυσαν τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, ενώ παράλληλα η κυβέρνησης στρέφεται σε μεταρρυθμίσεις για την κινητοποίηση των επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα, μετριάζοντας τα σημεία συμφόρησης που συνδέονται με τις αδυναμίες του τραπεζικού συστήματος και τις διαρθρωτικά χαμηλές επενδύσεις, ενισχύοντας την οικονομική ανάκαμψη.
Ωστόσο, οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας είναι αντιμέτωπες και με προκλήσεις, όπως τονίζει η Scope, τις εξής: 1) το πολύ υψηλό απόθεμα δημόσιου χρέους, που αντιπροσωπεύει μια συνεχιζόμενη ενδεχόμενη ευπάθεια καθώς οι αγορές επανεκτιμούν τον κίνδυνο που σχετίζεται με τον αυξημένο πληθωρισμό, τη σταδιακή ομαλοποίηση των πολιτικών της ΕΚΤ και τη βιωσιμότητα του χρέους των ευάλωτων κρατικών δανειοληπτών της ευρωζώνης, 2) οι αδυναμίες του τραπεζικού τομέα που συνδέονται με τα ακόμη υψηλά αποθέματα NPEs στους ισολογισμούς των εγχώριων τραπεζών, παρά τις σημαντικές μειώσεις που έχουν πραγματοποιηθεί, και τον συνεχή κίνδυνο που περιβάλλει την μεγάλη διασύνδεση κράτους και τραπεζών, και 3) οι διαρθρωτικές αδυναμίες όπως η χαμηλή μεσοπρόθεσμη δυναμική ανάπτυξης, η υψηλή ανεργία, η περιορισμένη οικονομική διαφοροποίηση, οι ακαμψίες (rigidities) στην αγορά εργασίας και ο αδύναμος εξωτερικός τομέας.
Τέλος, όπως αναφέρει ο οίκος, το rating της Ελλάδας μπορεί να αναβαθμιστεί εάν 1) η στήριξη του Ευρωσυστήματος για το ελληνικό χρέος ενισχυθεί επιπλέον καθώς η κρίση υποχωρεί, 2) η δημοσιονομική εξυγίανση και η οικονομική ανάκαμψη δείχνουν τη συνέχιση μιας ισχυρής και διαρκούς πτωτικής τροχιάς του χρέους, 3) οι διαρθρωτικές οικονομικές και εξωτερικές ανισορροπίες περιορίζονται, αυξάνοντας το μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό και ενισχύοντας τη μακροοικονομική βιωσιμότητα, και 4) οι κίνδυνοι του τραπεζικού τομέα μειωθούν περαιτέρω, ενισχύοντας την παροχή πιστώσεων προς τον ιδιωτικό τομέα.
Αντίθετα, η αξιολόγηση θα μπορούσε να υποβαθμιστεί εάν 1) η στήριξη του Ευρωσυστήματος για το ελληνικό χρέος περιοριζόταν, 2) οι δημοσιονομικές πολιτικές παραμείνουν χαλαρές για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ή υπάρξει νέα οικονομική ύφεση, εμποδίζοντας τη μείωση του δημόσιου χρέους, 3) η δέσμευση για μεταρρυθμίσεις εξασθενήσει, όπως μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος ενισχυμένης εποπτείας ή μετά τις εκλογές, μειώνοντας τις προοπτικές για τον περιορισμό των μακροοικονομικών ανισορροπιών και υπονομεύοντας την ενδεχόμενη ευρωπαϊκή στήριξη, και 4) οι κίνδυνοι του τραπεζικού τομέα ενταθούν εκ νέου.